«Και το χασίσι απ’ τη Σύρα ξεκίνησε στην Παλαιά Ελλάδα. Και οι κουτσαβάκηδες εκεί υπήρχαν. Αλλά εκεί ήμουν μικρό παιδί και δεν τα ‘ξερα αυτά. Ακουσα όμως τους μεγαλύτερους εκ των υστέρων ότι ήτανε διάφοροι μάγκες που πηγαίνανε και φουμέρνανε. Κι αυτοί που ντυνόντουσαν σα ζεϊμπέκια, μάγκες ήταν σχεδόν, γιατί εχορεύανε να πούμε» (Μάρκος Βαμβακάρης, «Αυτοβιογραφία», εκδ. Παπαζήσης).

Μάρκος ο Φραγκοσυριανός. Πόσο τον ξέρουμε άραγε; Φωνή αδρή, χωρίς ίχνος καλλιέπειας, και λόγος απλός και τσεκουράτος, βγαλμένος από τα βιώματά του. Εφημεριδοπώλης από τα 12 του στη Σύρο και αργότερα λιμενεργάτης στον Πειραιά, καρβουνιάρης, εκδοροσφαγέας κ.λπ., κατέγραψε στα τραγούδια του ως άλλος χρονογράφος τον αυθεντικό τρόπο ζωής του περιθωρίου, διατηρώντας ζωντανό ένα κομμάτι εποχής που αποκλειόταν από την κυρίαρχη κουλτούρα (επιθεωρήσεις, οπερέτες κ.λπ.), η οποία φλέρταρε με τις αστικές συνήθειες της Δύσης. Μάρκος ο χρονογράφος. Γιατί, όπως λέει και ο γιος του Στέλιος, «ήταν δέκτης τρομερός, κεραία». Εγραφε ακριβώς αυτό που ζούσε.

Το αφιέρωμα, το οποίο εμπνεύστηκε και επιμελείται στο Ηρώδειο (22 και 23 Ιουνίου) η Λίνα Νικολακοπούλου, επικεντρώνεται στο πρόσωπο του «πατέρα του ρεμπέτικου» για να μιλήσει εμμέσως και για την εποχή του. Μιλάει και για το νησί που τον διαμόρφωσε, τη Σύρο (με γυρίσματα που έγιναν εκεί), ώστε να βρει το «σήμα» που εκπέμπει το τραγούδι του και στις ημέρες μας.

«Δεν είναι τυχαίο», λέει, «που μπαίνεις στο YouTube και βλέπεις χιλιάδες χτυπήματα στα τραγούδια του και χιλιάδες σχόλια. Τα νέα παιδιά ακούνε Βαμβακάρη. Το να επιστρέψω στις πηγές του ελληνικού τραγουδιού το αισθάνθηκα σαν ανάγκη· ίσως γιατί, ενώ γίνονται πολλά σήμερα στο τραγούδι, δεν υπάρχει ένας κεντρικός άξονας. Το είδα και ως έλλειμμα… Ενώ έχουν γίνει πράγματα για τον Βαμβακάρη, δεν έχει υπάρξει κάτι ολοκληρωμένο, ένα γεγονός. Τον γνωρίζουν μόνο όσοι τους ενδιαφέρει η μουσική του».

Το αφιέρωμα του Ηρωδείου συμπίπτει και με την επέτειο των 40 χρόνων από τον θάνατό του και μας βρίσκει σε μια ιστορική συγκυρία, όπου ο καθαρός και ελεύθερος λόγος του καθώς και των ομοίων του είναι από τις σταθερές στις οποίες μπορεί κανείς να πατήσει και σήμερα. Ισως γιατί η εποχή του ήταν η εποχή των μεγάλων αλλαγών.

«Γεννήθηκε το 1905. Αρα τα πρώτα του βήματα τα έκανε σε μια ταραγμένη περίοδο. Στα 17 του πήγε στον Πειραιά και από ‘κεί και πέρα έζησε τους πρόσφυγες από τη Μικρασιατική Καταστροφή, το οικονομικό κραχ, τον Δεύτερο Παγκόσμιο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο. Περίοδος αλλαγών για την Ελλάδα, αλλά και για όλον τον κόσμο. Και ο ίδιος, ως άνθρωπος, είχε περάσει διά πυρός και σιδήρου», λέει η Λίνα Νικολακοπούλου. «Βλέπουμε ότι τότε, παρά τις τρομερές δυσκολίες, υπήρχε η χαρά της ζωής. Το ίδιο είχα δει και όταν κάναμε το αφιέρωμα στη Βέμπο. Οταν τα πράγματα γίνονται σχεδόν μη αντιμετωπίσιμα σε λογικό επίπεδο, όταν ο ξεριζωμός φτάνει σε απόλυτες συνθήκες, η καρδιά θέλει να πιαστεί από κάπου, να κρατηθεί. Και τότε είναι που γράφονται τα σπουδαία πράγματα».

Γιατί ρεμπέτικα γράψανε πολλοί, αλλά ο Βαμβακάρης έβαλε τις βάσεις. Κατ’ αρχήν ήταν ο πρώτος που ηχογράφησε με μπουζούκι. Το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς θεωρούνταν περιθώριο. Το 1933 ήταν η πρώτη του επαφή με την Columbia του Λαμπρόπουλου. «Εγώ, τους λέω, δεν ξέρω να τραγουδάω. Μα έτσι, μα αλλιώς, με βάλανε και ετραγούδησα για πρώτη φορά το «Επρεπε να ‘ρχόσουν, μάγκα μου, μες στον τεκέ μας». Μόλις το άκουσαν έμειναν άναυδοι. Ηταν η φωνή που ζητάγανε αυτοί. Μου λένε λοιπόν: Αυτό θέλουμε, έχεις άλλο; Πώς δεν έχω. Και λέω το «Χαρμάνης είμαι απ’ το πρωί». Είχα γράψει κάπου πενήντα τραγούδια. Το 1931, ’32, ’33. Η φωνή μου όμως δεν ήταν για τραγούδι. Αλλά αυτή έψαχναν οι εταιρείες. Ακουγαν, ένας Μάρκος Συριανός στον Πειραιά, μπουζούκι, μαζεύει τον κόσμο όπου πάει. Και έτσι ήτανε. Οπου πήγαινα και καθόμουνα με ξέρανε», διαβάζουμε στην «Αυτοβιογραφία» του.

Ο τεκές ήταν το «σχολείο» του (εκεί έμαθε να παίζει το «όργανο») και η παρηγοριά του. «Λαχταρούσαμε και το αποζητούσαμε το χασίσι. Γιατί προκειμένου να πάω να πιω κρασί, να γίνω χάλια, να μεθύσω, να με περιγελούνε, έπινα αυτό. Επαιζα μπουζούκι μέσα στα μαστούρια – καθόντουσαν και δεν έβγαζε κανένας μιλιά, παρά ακούγανε το όργανο και τους άρεζε. Και για μένα που έπαιζα ο κόσμος όλος ήταν δικός μου».

Στα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη (με δημοφιλέστερο τη «Φραγκοσυριανή») μπορεί να βρει κάποιος πόνο και μαράζι, η μιζέρια όμως είναι κρατημένη εκτός. Να είναι άραγε και αυτό ένα από τα στοιχεία της γοητείας που ασκεί στη νεότερη γενιά;