Τι μας θυμίζει, τι μας θυμίζει η μικρή, πικρή – και άκρως ελληνική – ιστορία που ακολουθεί; Μήπως μας προειδοποιεί πώς καταλήγει ένα καταχρεωμένο δανειζόμενο κράτος της… φαγάνας και της κόντρας;

Στις 7 Φεβρουαρίου 1825 κι ενώ η Επανάσταση βρισκόταν σε κρίσιμη καμπή «συνωμολογήθη εν Λονδίνω εθνικόν δάνειον δύο εκατομμυρίων χρυσών λιρών, διά την χρηματοδότησιν του αγώνος».

Το 55% του δανείου συμφωνήθηκε να καλύψει τις επισφάλειες των άγγλων πιστωτών, δηλαδή τα 2.000.000 γίνονται 900.000 λίρες. Η Ελλάδα βέβαια πλήρωνε τόκους για 2.000.000.

Από τα 900.000 κρατούνται προκαταβολικά: Τόκοι δύο χρόνων 200.000 λίρες. Μεσιτικά 68.000 λίρες. Εξαγορά ομολογιών δανείου 212.000 λίρες. Συμβολαιογραφικά 13.700 λίρες. Εξοδα ελλήνων μεσαζόντων 15.487 λίρες.

Από τα εναπομείναντα, στάλθηκαν στις ΗΠΑ 156.000 λίρες για την κατασκευή δύο φρεγατών. Τελικά κατασκευάστηκε μόνο μία, που ήρθε στην Ελλάδα και την έκαψε ο Ανδρέας Μιαούλης την 1η Αυγούστου 1831 στο λιμάνι του Πόρου, όταν επαναστάτησε κατά του Καποδίστρια.

Αλλες 123.000 λίρες έμειναν στην Αγγλία για την αγορά έξι πολεμικών πλοιαρίων. Στην Ελλάδα έφτασε μόνον το σκάφος «Καρτερία». Ομως δαπανήθηκαν για τη μισθοδοσία του φιλέλληνα Κόχραν 37.000 λίρες, για αποπληρωμή πολεμοφοδίων 77.200 και για «λοιπούς, διάφορους λογαριασμούς» 47.000 λίρες.

Ετσι, απέμειναν ψίχουλα και αντί και αυτά να πάνε στον αγώνα κατασπαταλήθηκαν στον εμφύλιο ανάμεσα στους Μωραΐτες και τους Ρουμελιώτες, όταν οι περιώνυμοι καπεταναίοι στρατολογούσαν κόσμο για να χτυπήσουν τους εσωτερικούς εχθρούς και πληρώνονταν από τα χρήματα του δανείου. Ο Γκούρας, για παράδειγμα, φέρεται να είχε σώμα 150 ενόπλων, αλλά είχε ψεύτικους καταλόγους για 500 και εισέπραττε για τη μισθοδοσία και τα τροφεία τους – όπως και οι αντίπαλοί του.

Οταν ο Καποδίστριας ανέλαβε κυβερνήτης, έδωσε εντολή στον πρόεδρο της επιτροπής οικονομικών Ανδρέα Κοντόσταυλο να κάνει απογραφή της κρατικής περιουσίας. Το κείμενό του ήταν συντομότατο: «Κύριε Κυβερνήτα, εις το ταμείον του κράτους υπάρχει έν μόνο νόμισμα και αυτό κίβδηλον»…

Φοίβη