Το Νοέμβριο 1951 έφθασε στην Ελλάδα ο Τενενμπάουμ για να σχεδιάσει τη τελική φάση του σταθεροποιητικού προγράμματος. Η έκθεσή του συνιστά και έναν απολογισμό του Σχεδίου Μάρσαλ: «Μία ειλικρινής και έγκυρη αξιολόγηση των πολιτικών που ακολουθήσαμε στο παρελθόν οδηγεί αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι τα αποτελέσματά τους είναι αρνητικά. Σταματήσαμε τον κομμουνισμό, αλλά δεν έχουμε τίποτε το βιώσιμο στη θέση του. Δώσαμε πολλή βοήθεια στην Ελλάδα αλλά ελάχιστη έφθασε στους Ελληνες που τη χρειάζονταν περισσότερο. Πληρώσαμε για ακριβές επενδύσεις, αλλά όσο τις εξετάζουμε τόσο λιγότερο νόημα φαίνεται να έχουν… Αποκαταστήσαμε την τάξη, αλλά αυτή η τάξη προστατεύεται από διαδοχικές αδύναμες κυβερνήσεις, αντιδημοφιλείς, αναξιόπιστες και διαβρωμένες από τη διαφθορά. Προκαλέσαμε την ανασυγκρότηση στα χαρτιά, αλλά η Ελλάδα δεν δείχνει ακόμα σημάδια ότι μπορεί να στηρίξει τον εαυτό της στο μέλλον. Χτίσαμε δρόμους, σύντομα θα καταρρεύσουν. Αυξήσαμε τους μισθούς, οι τιμές αυξήθηκαν πιο γρήγορα. Δώσαμε πλοία (τα περίφημα λίμπερτι), τα έσοδά τους δεν επιστρέφουν στην Ελλάδα. Συνοπτικά η Ελλάδα είναι μια χώρα διαλυμένη από τον πόλεμο, με τεράστια κοινωνικά προβλήματα και χωρίς θεμελιακές αλλαγές, που αντιμετωπίζει ένα διογκωμένο πληθωρισμό και συνεχίζει να επιβιώνει με τη δική μας συνεχιζόμενη βοήθεια», γράφει.

Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από την εφαρμογή του Σχεδίου Μάρσαλ και τρία από την εφαρμογή του προγράμματος ανασυγκρότησης και ανάπτυξης όταν υπέβαλε την έκθεσή του ο Τενενμπάουμ. Πρότεινε έξι μέτρα: συρρίκνωση του επενδυτικού προγράμματος, ισοσκέλιση του προϋπολογισμού με περικοπή δαπανών και απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, μερική εγκατάλειψη της διανομής τροφίμων με δελτίο, δραστική περικοπή των επιδοτήσεων και περιστολή των πιστώσεων (Γ. Σταθάκης, «Το δόγμα Τρούμαν και το σχέδιο Μάρσαλ»).

Ασκηση πολιτικής εξουσίας.Για να εφαρμοστούν αυτά τα μέτρα έπρεπε η αμερικανική αποστολή να δείξει αποφασιστικότητα αφού, κατά τον Τενενμπάουμ, διέθετε αρκετή εξουσία για να επιβάλει τις αποφάσεις της. «Η δύναμή μας στην Ελλάδα είναι ασύγκριτα μεγαλυτέρα από ό,τι σε οιανδήποτε χώρα του σχεδίου Μάρσαλ. Ο οικονομικός λόγος είναι απλός: περίπου 25% του εθνικού εισοδήματος της Ελλάδος προέρχεται από τα ελεύθερα δώρα της αμερικανικής βοήθειας», τόνιζε.

Οι παρεμβάσεις στην εσωτερική πολιτική από τις ΗΠΑ άρχισαν αμέσως μετά την εφαρμογή του Δόγματος Τρούμαν. Ο Μάρσαλ έδινε σαφείς οδηγίες στον αρχηγό της αμερικανικής αποστολής Γκρίνγουολντ, τον Ιούλιο 1947. Η «ιδανική περίπτωση» είναι τα μέλη των κυβερνήσεων να επιλεγούν από την Αριστερά, το Κέντρο και τη Δεξιά. Αλλά, «να μην είναι τόσο αριστεροί που να προσφέρονται σε παραχωρήσεις ή διαπραγματεύσεις με τους κομμουνιστές, ούτε τόσο δεξιοί που να αρνούνται τη συνεργασία με μη κομμουνιστές».

Με βάση αυτό το «δόγμα» επεβλήθη ο ηγέτης των Φιλελευθέρων Θεμιστοκλής Σοφούλης στην πρωθυπουργία της κυβέρνησης συνεργασίας με το Λαϊκό Κόμμα. Οταν πέθανε ο Σοφούλης τον Ιούνιο 1949, που συνέπεσε με το τέλος του Εμφυλίου, οι Αμερικανοί αποφάσισαν να γυρίσουν σελίδα. Ο πρεσβευτής Γκρέιντι ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ νομίζουν πως ήλθε η ώρα των εκλογών για να επικυρώσει η λαϊκή ψήφος το τέλος του πολέμου και τη συμφιλίωση των κυριότερων πολιτικών παρατάξεων με την εκλογή ενός πλέον αντιπροσωπευτικού κοινοβουλίου από εκείνο του 1946.

Ο Γρίσγουολντ σε σχετική αναφορά του προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ υποστήριζε ότι δεν μπορεί να εδραιωθούν η ειρήνη και ησυχία στην Ελλάδα «στηρίζοντας μια κυβέρνηση στα δεξιά κόμματα», διότι «οι ομάδες αυτές έχουν μια ισχυρή τάση να εξοντώνουν όλους τους Ελληνες που δεν συμφωνούν πολιτικά μαζί τους». Και τονίζει: «Κατά τη γνώμη μου, έχει μεγάλη σημασία να προσπαθήσουν οι εκπρόσωποι των ΗΠΑ στην Ελλάδα να αναδείξουν μία ηγεσία μετριοπαθών και διορατικών φιλελευθέρων…».

Δεν αποτέλεσε έκπληξη όταν μετά τις εκλογές της 8ης Μαρτίου 1950 οι Αμερικανοί υποστήριξαν την ανάθεση στον Πλαστήρα του σχηματισμού κυβέρνησης των κομμάτων του Κέντρου, τα οποία είχαν κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Οι τέσσερις ηγέτες του Κέντρου Ν. Πλαστήρας, Σ. Βενιζέλος, Γ. Παπανδρέου και Εμμ. Τσουδερός είχαν συμφωνήσει να προταθεί στον βασιλιά η ανάθεση της εντολής στον Πλαστήρα. Ο Βενιζέλος όμως εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι κλήθηκε στα Ανάκτορα πρώτος, ως ηγέτης του πλειοψηφήσαντος κόμματος. Απέκρυψε από τον βασιλιά τη συμφωνία των «τεσσάρων» και εκμεταλλεύτηκε το «προσωπικό μίσος» του Παύλου προς τον Πλαστήρα εξαιτίας της εξορίας του βασιλιά Κωνσταντίνου μετά το κίνημα του 1922. Απέσπασε την εντολή και σχημάτισε κυβέρνηση με αντιπρόεδρο τον Π. Κανελλόπουλο.

Ο Γ. Παπανδρέου δηλώνει ότι ο σχηματισμός της κυβέρνησης Βενιζέλου «ανήκει εις τας θλιβεράς σελίδας της πολιτικής ιστορίας του τόπου». Ο Βενιζέλος απαντά: «Εξεστι Παπανδρέου ασχημονείν». Ετσι άρχισε η βεντέτα των δύο αρχηγών του Κέντρου με διακυμάνσεις μεταξύ «φιλίας» και «έχθρας» και θα κρατήσει μέχρι τον θάνατο του Βενιζέλου το 1963.

παραιτηση ΣΟΦ. βενιζελου. Στις 25 Μαρτίου επιστρέφει επειγόντως από τη Γενεύη ο πρεσβευτής Γρέιντι και θέτει θέμα παραίτησης του Βενιζέλου και ανάθεσης της εντολής στον Πλαστήρα. Ο Βενιζέλος αρνείται και δηλώνει ότι «η κυβέρνηση απολαμβάνει της πλήρους εμπιστοσύνης του άνακτος». Ο Γρέιντι αποφασίζει να παρέμβει απροκάλυπτα και δημόσια για την «αποπομπή» του Βενιζέλου. Στις 31 Μαρτίου στέλνει στον Βενιζέλο μακροσκελή επιστολή, την οποία δίδει και στη δημοσιότητα. Γράφει: «Η αμερικανική κυβέρνησις έχει την υποχρέωσιν και την πρόθεσιν όπως, προκειμένου περί χωρών του Σχεδίου Μάρσαλ, κρίνη κατά πόσον οι επιτεύξεις της λαμβανούσης την βοήθεια κυβερνήσεως… δικαιολογούν την συνέχισιν της βοηθείας κατά την μέχρι σήμερον προβλεπομένην έκτασιν». Ουσιαστικά απειλεί με διακοπή της βοήθειας αν δεν παραιτηθεί ο Βενιζέλος. Οπως τηλεγραφούσε το Ασοσιέιτεντ Πρες, η επιστολή περιέχει «την πιο δριμεία φρασεολογία που έχει χρησιμοποιηθεί ώς τώρα από αμερικανούς αντιπροσώπους σε μία χώρα του Σχεδίου Μάρσαλ».

Ο Βενιζέλος προσπαθεί να βρει συμμάχους στα κόμματα του Κέντρου και να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Δεν βρήκε ανταπόκριση. Οι Αμερικανοί συνεχίζουν τις πιέσεις. Ο υπουργός Εξωτερικών Ατσεσον δηλώνει ότι η επιστολή Γρέιντι έχει την έγκρισή του. Στις 11 Απριλίου 1950 διαχειριστής του Σχεδίου Μάρσαλ αναγγέλλει ότι εγκρίθηκε το πρόγραμμα εξηλεκτρισμού με ύψος δαπάνης 79.060.000 δολάρια. Προσθέτει όμως ότι θα αρχίσει να εφαρμόζεται μόνο όταν η κυβέρνηση εξασφαλίσει πως δεν θα υπάρξει κίνδυνος πληθωρισμού, πραγματοποιήσει οικονομικό σχέδιο και προχωρήσει σε διοικητικές μεταρρυθμίσεις και καθήλωση των μισθών και ημερομισθίων.

Τελικά ο Βενιζέλος παραιτείται και στις 15 Απριλίου 1950 ορκίζεται η κυβέρνηση Πλαστήρα με αντιπρόεδρο και υπουργό Εσωτερικών τον Γ. Παπανδρέου. Ο Σ. Βενιζέλος αρνείται να μετάσχει στη κυβέρνηση και αναχωρεί στο εξωτερικό. Αρχίζει η δραματική περιπέτεια του «κεντρώου διαλείμματος». Ο Βενιζέλος θα ανατρέψει τον Δεκαπενταύγουστο τον Πλαστήρα και θα σχηματίσει κυβέρνηση με τον Παπανδρέου. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1950 θα διευρυνθεί η κυβέρνηση με τη συμμετοχή του αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος Κ. Τσαλδάρη. Στις 3 Νοεμβρίου θα αποχωρήσει ο Τσαλδάρης, νέος ανασχηματισμός.

Στις 9 Σεπτεμβρίου 1951 νέες βουλευτικές εκλογές. Τα κόμματα του Κέντρου έχουν και πάλι κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Σχηματίζεται ακόμη μία κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Πλαστήρα, αντιπρόεδρο και υπουργό Εξωτερικών τον Βενιζέλο και υπουργό Συντονισμού τον Γεώργιο Καρτάλη. Είναι η έκτη και τελευταία κυβέρνηση του Κέντρου.

Οι Αμερικανοί είχαν σχεδιάσει από το 1951 τη διαδοχή του Κέντρου με τον Παπάγο. Πρωταγωνιστής ο νέος αμερικανός πρεσβευτής, ο αδίστακτος και προκλητικός Πιουριφόι και συμπρωταγωνιστής ο ανακτορικός φίλος και «καθοδηγητής» του Παπάγου. Στις εκλογές του 1951 ο Ελληνικός Συναγερμός του Παπάγου κατέλαβε την πρώτη θέση με 36,53% και 114 έδρες. Αρνήθηκε να λάβει την εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης και ζήτησε εκλογές. Δεν είχε έλθει η «ώρα» του. Το Κέντρο έπρεπε, κατά τους σχεδιασμούς το Πιουριφόι, «να πιει και την τελευταία σταγόνα της αντιπληθωριστικής πολιτικής» και να «στιγματιστεί» με την εκτέλεση των ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ Ν. Μπελογιάννη, Δ. Μπάτση, Ν. Καλούμενου και Ηλία Αργυριάδη (20 Μαρτίου 1952) για να «μη σηκώσει κεφάλι» τα επόμενα χρόνια.

Η έντονη και διαρκής αντιπληθωριστική πολιτική, αναγκαία για την εξυγίανση της οικονομίας και την αύξηση της ανάπτυξης, είχε προκαλέσει οξείες αντιδράσεις σε ολόκληρη την κοινωνία γιατί οι πάντες εθίγοντο, και οι εργαζόμενοι και οι παραγωγικές τάξεις. Και τα πυρά στρέφονταν κατά των κομμάτων του Κέντρου.

παρεμβαση πιουριφοϊ. Ο Ιωάννης Ζίγδης, υπουργός Βιομηχανίας στην τελευταία κυβέρνηση, προτείνει στον Πλαστήρα να πάει στην Αμερική και να ζητήσει ή αύξηση της βοήθειας – είχε αρχίσει να μειώνεται μετά τον πόλεμο της Κορέας το 1950 – ή μείωση των στρατιωτικών δαπανών. Το θέμα τέθηκε στην αμερικανική αποστολή, η οποία το απορρίπτει και επιμένει στη συνέχιση της αντιπληθωριστικής πολιτικής. Ο Καρτάλης παραιτείται και ο Πλαστήρας προτείνει στον Ζίγδη να τον διαδεχθεί στο υπουργείο Συντονισμού. Ο Ζίγδης απαντά: «Οχι τώρα που βρισκόμαστε στη μέση του ποταμού»!

Θα φροντίσει ο Πιουριφόι να μη διανύσει το Κέντρο το υπόλοιπο του ποταμού. Τον Αύγουστο 1952 σε συνέντευξή του στο «Βήμα» δηλώνει ότι πρέπει «να διευκρινισθή το ταχύτερον ένα άλλο ζήτημα, δηλαδή ποίον θέλει ο Ελληνικός Λαός ως κυβερνήτην, τον στρατάρχην Παπάγον ή τον στρατηγόν Πλαστήραν». Δεν ήταν τυχαία η πρόταξη του Παπάγου». Στη συνέχεια ορίζει ότι οι εκλογές πρέπει να γίνουν με το πλειοψηφικό και προειδοποιεί: «Η εφετεινή βοήθεια θα επαρκέση διά τας ανάγκας της χώρας εάν ευρεθή εις την αρχήν ισχυρά κυβέρνησις».

Ο Πλαστήρας υποκύπτει και δέχεται το πλειοψηφικό και με τη «βοήθεια» και του ΚΚΕ, με το γνωστό σύνθημα: «Τι Πλαστήρας, τι Παπάγος», ο στρατάρχης σάρωσε στις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου 1952 με 49,22% και 240 έδρες. Το 1955 όταν πέθανε ο Παπάγος, Ανάκτορα και Αμερικανοί είχαν προετοιμάσει τη διαδοχή με τον Κ. Καραμανλή.

Το Κέντρο ήταν το «πολιτικό θύμα» του σχεδίου Μάρσαλ, όπως και της αντιπαλότητας αλλά και ανευθυνότητας των ηγετών του. Εξι κυβερνήσεις σε δυόμισι χρόνια ήσαν ισχυρά προσχήματα για τις αμερικανικές παρεμβάσεις. Θα περάσουν ένδεκα χρόνια κυριαρχίας της Δεξιάς για να ανασυγκροτηθεί το Κέντρο και να επανέλθει στην εξουσία το 1963 υπό την ηγεσία του Γεωργίου Παπανδρέου.

Την αντιπληθωριστική πολιτική του Κέντρου θα καρπωθεί η κυβέρνηση Παπάγου με τη γενναία υποτίμηση της δραχμής (30.000 δραχμές το δολάριο από 15.000), που άνοιξε τον δρόμο στην ανάπτυξη, η οποία θα αρχίσει να αποδίδει καρπούς μετά το 1960.

Περισσότερα για το Σχέδιο Μάρσαλ στο νέο βιβλίο του Γιώργου Ρωμαίου «Η Ελλάδα των δανείων και των χρεοκοπιών», Εκδόσεις Πατάκη