Όταν λέμε «τραγούδια της τάβλας», απ’ το «ταβλιάζομαι» βγαίνει;

Κουράζομαι; Εξουθενώνομαι; Εξοντώνομαι; Πρήζονται τα πόδια τούμπανο; Στήνουν

χορό τα μηνίγγια; Πιάνουν τον πεντοζάλη οι κιρσοί μες στην κουζίνα; Με όλο

αυτό το τζάντζαλο μάντζαλο της Καθαράς Δευτέρας το νηστίσιμο, το σαρακοστιανό,

το ακατονόμαστο;

Μελιτζανοσαλάτα. Ένα κιλό μελιτζάνες. Ένα χυμό λεμονιού. Μισό κιλό

ντομάτες. Τρεις σκελίδες σκόρδο. Μια πράσινη πιπεριά. Ένα φλιτζανάκι καφέ

λάδι. Μαϊντανός. Αλάτι. Κρεμμύδι. Ελιές. Πιπέρι καγιέν προαιρετικό. Το «άι

σιχτίρ» επίσης. Δεν το προσθέτουν στη συνταγή. Το βάζω εγώ. Για να μου γίνει

πιο πικάντικη.

Η μελιτζανοσαλάτα. Διότι την ταραμοσαλάτα δεν την διαπραγματεύομαι. Δεν

ξέρω τίποτα για τον φόνο. Περαστική ήμουνα. Στην ταραμοσαλάτα έχω το τεκμήριο

της αθωότητας. Σαν τον Γιωτόπουλο. Εκείνος τα έκανε σαλάτα. Εγώ ταραμοσαλάτα.

Τόσα χρόνια παντρεμένη, μια φορά δεν μου πέτυχε η ρημάδα – σύμφωνα πάντα με τη

συνήγορο της πολιτικής αγωγής: την πεθερά μου. Τη μια μού βγήκε υπερβολικά

ροζ. Την άλλη υπερβολικά άσπρη. Την τρίτη ανάλατη. Την τέταρτη, λύσσα. Πέρσι

απηύδησα. Πήγα στο σούπερ μάρκετ, αγόρασα την ετοιματζήδικη, την κονσερβέ,

ξεκαπάκωσα την πλαστικούρα από πάνω, κοτσάρισα πέντε ελιές, τρεις κάππαρες και

δύο ραπάνια κι όξω απ’ την πόρτα.

«Φέτος την πέτυχες», μου κάνει η πεθερά μου. «Μπράβο, συγχαρητήρια». Η

φοβερή μαγείρισσα. Η βασίλισσα της κουζίνας. Που δεκαπέντε χρόνια τώρα μου

γανώνει το κέρατο ο άντρας μου, «σαν της μάνας μου το φαγητό…». Λούσου την

τώρα την προκάτ που νια ήμουν και γέρασα σ’ αυτή την κουζίνα.

Της τάβλας θα πει ταβλιάζομαι; Κρίματα πληρώνω; Σταυρό σηκώνω; Μαρτυράω

για την πίστη μου, η οσία; Χτικιό το σαρακοστιανό τραπέζι. Αυτό το κούλουμο,

μαχαίρι στην καρδιά μου. Κι ο πεθερός μου να με χτυπάει στην πλάτη μ’ εκείνο

το χαρίεν ύφος, εκείνο το εγκάρδιο βλέμμα του βοϊδιού:

– Το κορίτσι μου φέτος θα μου κάνει ντολμαδάκια, που μου αρέσουν!

Το γεγονός ότι το κορίτσι του τα ‘παιξε ειδικώς με τα ντολμαδάκια και

γενικώς με τη ζωή της τον αφήνει παγερά αδιάφορο. «Κατεψυγμένο είναι το

φύλλο;» ρωτάει, τάχα μου δήθεν, η πεθερά μου. Κατεψυγμένο; Ιδέα σας. Κατέβηκα

στην Κυψέλη που ως γνωστόν φημίζεται για τους μαγευτικούς αμπελώνες της και τα

μάζεψα ένα ένα με τα χεράκια μου. Η αγνή χωριατοπούλα. Η βουκόλα. Καλή σου

μέρα, Τάσο μου – καλή σου μέρα, Γκόλφω. Τι φτιάνεις, Γκόλφω μου, εδώ;

Ντολμάδες τιμημένους.

Και μικρούς τούς θέλει ο πεθερός μου. Πολύ μικρούς. Δυο χρόνια θα μου

πάρει να τυλίγω χιλιάδες μικρές κουραδίτσες μέσα σε αμπελόφυλλα. Άπειρες

μικρές κουραδίτσες να τις σαβουρώσει, να τελειώνουμε.

Τηγάνισε. Τσιγάρισε. Βράσε.

Στράγγιξε. Κόψε. Ράψε. Σύζυγος και παιδιά είπαν θα βοηθήσουν. Δεν βαριέσαι.

Άλλος για Χίο τράβηξε κι άλλος για Μυτιλήνη. Μόνη. Φύτρωσα πια σ’ αυτή την

κουζινίλα. Έλειωσα πια σ’ αυτή την κρεμμυδίλα.

Και δεν ξέρω. Δεν καταλαβαίνω. Απ’ το κρεμμύδι είναι αυτό το δάκρυ που στάζει

στις σουπιές σπανάκι;