Την άποψη ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί ένα τέταρτο πρόγραμμα οικονομικής ενίσχυσης, τουλάχιστον προληπτικό, καθώς με αυτό θα μπορούσε να βελτιώσει καταλυτικά την εμπιστοσύνη των επενδυτών στη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, εκφράζει με άρθρο του στα nea.gr ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ινστιτούτου Bruegel Ζολτ Νταρβάς.

Όπως αναφέρει, χαρακτηριστικά «εάν δεν υπάρξουν πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, πέραν των όσων εξετάζονται και η Ελλάδα επιδιώξει «καθαρή έξοδο» από το τρίτο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας ξεκινώντας να δανείζεται από τις αγορές, σε μερικά χρόνια κατά πάσα πιθανότητα θα αντιμετωπίσει χρηματοδοτικές πιέσεις οι οποίες θα απαιτήσουν ένα νέο πρόγραμμα».

Σημειώνει δε ότι «μια τέτοια αναγκαστική επιστροφή σε ένα νέο πρόγραμμα θα είναι μάλλον επώδυνη».

Τονίζει ότι απαιτούνται περισσότερες ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και σε άλλους τομείς όπως για παράδειγμα τις μεταρρυθμίσεις στο τομέα της φορολογίας.

Ολόκληρο το άρθρο του Ζολτ Νταρβάς με τίτλο «Η Ελλάδα πρέπει να κεφαλαιοποιήσει το μομέντουμ της ανάπτυξης», έχει ως εξής:

Οι καλύτερες των αναμενόμενων επιδόσεις ανάπτυξης, αντικατοπτρίζουν τις ευκαιρίες που υπάρχουν στην ελληνική οικονομία –αλλά οι καθαρές επενδύσεις είναι στην πραγματικότητα αρνητικές, ενώ η Ελλάδα αντιμετωπίζει ακόμα πληθώρα θεσμικών αδυναμιών. Πρέπει να υπάρξει περαιτέρω πρόοδος σε σχέση με την ελκυστικότητα της Ελλάδας στο μέτωπο των άμεσων ξένων επενδύσεων. Ένα νέο (τουλάχιστον προληπτικό) πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας θα βελτίωνε την εμπιστοσύνη για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και επιπλέον θα βοηθούσε εν τέλει στην αντιμετώπιση ενδεχόμενων δυσκολιών χρηματοδότησης του δημοσίου χρέους.

Η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα αποδείχθηκε πιο ευνοϊκή από ότι προβλεπόταν το καλοκαίρι του 2015, όταν συμφωνήθηκε το τρίτο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας (Διάγραμμα 1). Ενώ το πρόγραμμα ενσωμάτωνε εκτίμηση πτώσης του ΑΕΠ κατά 3,5% μεταξύ 2014 και 2016, στην πραγματικότητα το ΑΕΠ υποχώρησε οριακά στη συγκεκριμένη περίοδο και η ανάπτυξη επανήλθε το 2017. Οι εξελίξεις αυτές είναι ευθέως αντίθετες με τις προβλέψεις των προγραμμάτων οικονομικής βοήθειας του 2010 και του 2012 όταν το ΑΕΠ συρρικνώθηκε σε πολλαπλάσιο βαθμό σε σχέση με τις εκτιμήσεις.

Διάγραμμα 1: Εξέλιξη του ΑΕΠ στην Ελλάδα (% ΑΕΠ)

Πηγή: πραγματική: Προβλέψεις Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φεβρουάριος 2018- οι μακροικονομικές προβλέψεις του τρίτου προγράμματος χρηματοδότησης δεν δημοσιεύθηκαν το 2015, επομένως γίνεται χρήση των δεδομένων που αποτυπώθηκαν στην πρώτη αξιολόγηση τον Ιούνιο του 2016 και αποκαλύπτουν σχετικές προβλέψεις του Αυγούστου 2015.

Το θετικό αποτέλεσμα στο μέτωπο της ανάπτυξης στην Ελλάδα, δεν προκαλεί έκπληξη. Ακόμα και κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2015, όταν υπήρχε ένα αδιέξοδο ανάμεσα στη νέα ελληνική κυβέρνηση και τους επίσημους πιστωτές, υποστήριζα ότι η Ελλάδα είναι καταδικασμένη να αναπτυχθεί , εφόσον επιτευχθεί μια συνολική και αξιόπιστη συμφωνία με τους πιστωτές και εφόσον συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις. Εκείνη την εποχή, διάφορα στοιχεία υποδείκνυαν ότι η μετάβαση σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο βασιζόταν στη βελτίωση της λειτουργίας των αγορών και του εμπορίου, είχε ήδη ξεκινήσει , παρ’ ότι υπήρχε ακόμα πολύς δρόμος μπροστά.

Έκτοτε, η μεταρρυθμιστική διαδικασία συνεχίστηκε, δημιουργήθηκαν θέσεις εργασίας στους περισσότερους τομείς της οικονομίας, ωστόσο η αποστολή παραμένει ελλιπής.

Ένα ιδιαίτερα αδύναμο σημείο της ελληνικής οικονομίας είναι οι επενδύσεις: οι ακαθάριστες επενδύσεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ, μειώθηκαν περίπου στο μισό της αξίας τους πριν από την κρίση (Διάγραμμα 2). Επιπλέον, μέρος των ακαθάριστων επενδύσεων είναι η αντικατάσταση της υπολειμματικής αξίας – όπως η αντικατάσταση των φθαρμένων μηχανημάτων ή η ανακαίνιση ξενοδοχείων.
Οι καθαρές επενδύσεις (δηλαδή οι ακαθάριστες επενδύσεις, μείον τις αποσβέσεις) ήταν περίπου 10% του ΑΕΠ πριν την κρίση. Όμως, οι καθαρές επενδύσεις υποχώρησαν δραστικά μετά το 2010, υποδεικνύοντας μείωση του πραγματικού κεφαλαιακού αποθέματος της χώρας.

Διάγραμμα 2: Επενδύσεις στην Ελλάδα (% ΑΕΠ)

Πηγή: AMECO ,Νοέμβριος 2017. Σημείωση: Ο σχηματισμός ακαθάριστου (και καθαρού) παγίου κεφαλαίου σε τρέχουσες τιμές,% του ΑΕΠ.

Η αύξηση της παραγωγής δεν μπορεί να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα όταν το κεφαλαιακό απόθεμα μειώνεται. Βραχυπρόθεσμα, η ανάπτυξη είναι ακόμα εφικτή επειδή υπάρχουν σημαντικές ποσότητες αδρανών κεφαλαίων στην συμπιεσμένη οικονομία της Ελλάδας.

Με τη συνεχιζόμενη μείωση του καθαρού κεφαλαιακού αποθέματος όμως, αργά ή γρήγορα η ανάπτυξη έρχεται αντιμέτωπη με μεγάλα εμπόδια. Η ενίσχυση των επενδύσεων είναι απολύτως απαραίτητη –και θα πρέπει να είναι πολύ ισχυρή ώστε να ανορθώσει τις καθαρές επενδύσεις από την τρέχουσα αξία τους( στο -7% του ΑΕΠ), σε επιθυμητές τιμές.

Ποιες πηγές θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τις πολύ αναγκαίες νέες επενδύσεις; Παρά το γεγονός ότι είναι απαραίτητες ορισμένες δημόσιες επενδύσεις, ο ελληνικός δημόσιος τομέας αντιμετωπίζει σημαντικούς δημοσιονομικούς περιορισμούς και αποδείχθηκε στο παρελθόν ότι δεν ήταν και ο καλύτερος διαχειριστής κεφαλαίων. Οπότε, μια αύξηση των δημοσίων δαπανών θεωρείται ότι δεν μπορεί να καλύψει ουσιαστικό μέρος του κενού στις επενδύσεις.

Οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα την ίδια ώρα είναι περιορισμένες εξαιτίας των χαμηλών εταιρικών κερδών ( συμπιέζοντας τα ίδια κεφάλαια για επενδύσεις) αλλά και των αδύναμων ισολογισμών των τραπεζών, με δεδομένο ότι το 40% των δανείων είναι μη εξυπηρετούμενα. Ο εξωτερικός δανεισμός από την άλλη πλευρά, δεν είναι και η καλύτερη ιδέα για μία χώρα η οποία έχει ήδη τεράστιο εξωτερικό χρέος.

Ως εκ τούτου, η καλύτερη ελπίδα είναι οι ξένες άμεσες επενδύσεις (ΑΞΕ), οι οποίες πέραν της συμβολής τους στα ελλιπή κεφάλαια για επενδύσεις, θα μπορούσαν να ενισχύσουν την παραγωγικότητα και την καινοτομία, να βελτιώσουν τις διαχειριστικές ικανότητες και να επιτύχουν διάχυση των θετικών επιπτώσεων στους τοπικούς προμηθευτές.

Ωστόσο, η Ελλάδα τοποθετείται μάλλον «φτωχά» στους παγκόσμιους δείκτες ελκυστικότητας άμεσων ξένων επενδύσεων. Με βαθμολογική κατάταξη 45, μεταξύ 109 χωρών η Ελλάδα καταλαμβάνει τη δεύτερη χειρότερη θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης ( μόνο η Ρουμανία έχει χειρότερο σκορ). Στις συνιστώσες αυτού του δείκτη εκτός από τη μακροοικονομική σταθερότητα, ορισμένες εξαιρετικά ασθενείς επιδόσεις καταγράφονται στην «υλοποίηση συμβάσεων ( 103η θέση) στην « εγγραφή ιδιοκτησίας» (96η θέση) καθώς και στην φορολογική -ασφαλιστική επιβάρυνση της εργασίας ( 92η θέση). Επιπρόσθετα, αρκετοί άλλοι δείκτες επιχειρηματικού περιβάλλοντος, απεικονίζουν μια σαφώς χειρότερη κατάσταση σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.

Είναι σαφές, ότι απαιτούνται περισσότερες ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος όπως και σε άλλους τομείς. Για παράδειγμα , μεταρρυθμίσεις στον τομέα της φορολογίας θα μπορούσαν να διευρύνουν τη φορολογική βάση και να αυξήσουν τη φορολογική συμμόρφωση, επιτρέποντας τελικά τη μείωση των φορολογικών συντελεστών. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις, είναι δύσκολες και απαιτούν χρόνο. Δεδομένων των μεγάλων αβεβαιοτήτων που σχετίζονται με οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις αλλά και τις εξελίξεις στο μέτωπο του δημοσίου χρέους στην Ελλάδα μια «εξωτερική άγκυρα» και επικύρωση των ελληνικών πολιτικών φαίνεται καθοριστική. Γι’ αυτό, κατά τη γνώμη που, ένα τέταρτο πρόγραμμα οικονομικής ενίσχυσης, τουλάχιστον προληπτικό, θα μπορούσε να βελτιώσει καταλυτικά την εμπιστοσύνη στη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.

Η ανάγκη ενίσχυσης της εμπιστοσύνης, προσθέτει μεγαλύτερη βαρύτητα στην περίπτωση ενός νέου προγράμματος, πέραν των επιχειρημάτων που σχετίζονται με το δημόσιο χρέος της Ελλάδας. Μια εξέχουσα ομάδα οικονομολόγων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ακόμα και το πλήρες πακέτο μέτρων το οποίο εξετάζει το Eurogroup δεν θα ήταν αρκετό για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, άποψη την οποία συμμερίζομαι.

Εάν δεν υπάρξουν πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, πέραν των όσων εξετάζονται και η Ελλάδα επιδιώξει «καθαρή έξοδο» από το τρίτο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας ξεκινώντας να δανείζεται από τις αγορές, σε μερικά χρόνια κατά πάσα πιθανότητα θα αντιμετωπίσει χρηματοδοτικές πιέσεις οι οποίες θα απαιτήσουν ένα νέο πρόγραμμα. Μια τέτοια αναγκαστική επιστροφή σε ένα νέο πρόγραμμα θα είναι μάλλον επώδυνη. Αντ’ αυτού, ένα ομαλό, σχεδιασμένο διάδοχο σχήμα του τρέχοντος προγράμματος θα μπορούσε να ενισχύσει τόσο την ανάπτυξη όσο και τη δημοσιονομική σταθερότητα.

Η ανάρτηση αυτή βασίζεται στη συνεισφορά του συγγραφέα στη συζήτηση για τη διαδικασία εκσυγχρονισμού της Ελλάδας στο Οικονομικό Φόρουμ Δελφών III.