«Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στο Τσούχνοβο ένας άντρας ονόματι Μέντελ Σίνγκερ. Ηταν ευλαβικός, θεοσεβούμενος και συνηθισμένος, ένας Εβραίος σαν όλους τους άλλους. Εκανε την απλή δουλειά του δασκάλου».

Ο Σίνγκερ είναι ο κεντρικός ήρωας του Γιόζεφ Ροτ στο μυθιστόρημα «Ιωβ – Η ιστορία ενός απλού ανθρώπου», όπου ο συγγραφέας πλάθει μια νέα παραβολή βασισμένη στο Βιβλίο του Ιώβ, μορφής οικουμενικής που υπέφερε τα πάνδεινα χωρίς η πίστη του να κλονιστεί. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι οι εβραίοι τον ιουδαιοποίησαν, οι χριστιανοί τον εκχριστιάνισαν, οι μουσουλμάνοι τον εξισλάμισαν και οι ποιητές τον έκαναν ποίημα, όπως αναφέρει ο Πιερ Ασουλίν στο βιβλίο του «Βίοι του Ιώβ».

Ο Ιώβ – Μέντελ Σίνγκερ δοκιμάζεται συνεχώς. Πρώτα στα γκέτο της τσαρικής Ρωσίας, όπου ο Γιόνας, ο μεγάλος του γιος, γίνεται κοζάκος και τρώει χοιρινό· η Δεβώρα, η γυναίκα του, γερνάει και του είναι αδιάφορη· ο Θεός αρνείται να κάνει καλά τον Μενουχίμ, το άρρωστο παιδί του· και η Μίριαμ, η κόρη του, κοιμάται στα χωράφια με ρώσους στρατιώτες. Οι δοκιμασίες όμως στους ανελέητους δρόμους της Νέας Υόρκης, όπου μετακομίζουν έπειτα από πρόσκληση του γιου του Σεμάργια, θα είναι ακόμη χειρότερες. Ο ένας γιος σκοτώνεται στον πόλεμο, ο άλλος αγνοείται, η γυναίκα του πεθαίνει από θλίψη, η κόρη του τρελαίνεται και ο ίδιος πέφτει θύμα σκληρής μεταχείρισης. Χάνει τα πάντα. Στο τέλος χάνει και την πίστη του:

«- Δεν θέλω να κάψω ένα μόνο σπίτι, δεν θέλω να κάψω έναν μόνον άνθρωπο. Θα τα χάσετε, αν σας πω τι είχα κατά νου να κάψω. Θα τα χάσετε και θα πείτε: Τρελάθηκε κι ο Μέντελ, σαν την κόρη του. Αλλά σας βεβαιώνω: δεν είμαι τρελός. Τρελός ήμουν. Πάνω από εξήντα χρόνια ήμουν τρελός, σήμερα δεν είμαι.

–Πες μας, λοιπόν, τι θέλεις να κάψεις!

–Τον Θεό! Θέλω να κάψω τον Θεό!», γράφει ο Ροτ με γλώσσα όπως πάντα ύπουλα απλή, γοητευτική, ποιητική, μια γλώσσα «που έχει την πειθαρχία και τη δύναμη της κλασικής γερμανικής λογοτεχνίας», όπως σημείωνε ο εξπρεσιονιστής Ερνστ Τόλερ. Αλλά ούτε ο Τόμας Μαν έκρυψε τον θαυμασμό του για τον «Ιώβ»: «Είναι αδύνατον να περιγράψω τον λεπτό ποιητικό λόγο αυτού του βιβλίου, εγγυώμαι όμως για τις εκπληκτικές λογοτεχνικές αρετές του».

Το μυθιστόρημα υπήρξε σημείο καμπής για τον αυστριακό συγγραφέα, τον οποίο μας σύστησαν για πρώτη φορά στα ελληνικά τη δεκαετία του 1980 οι εκδόσεις Οδυσσέας. Γραμμένο το 1930, μετά το πολιτικό «Αριστερά δεξιά» (εκδόσεις Ροές), θα οδηγήσει στο κορυφαίο «Εμβατήριο του Ραντέτσκυ» –ελεγεία για την Αυστρία των Αψβούργων και ένα από τα σημαντικότερα γερμανικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα -, θα σηματοδοτήσει όμως επίσης τη στροφή του συγγραφέα προς την εσωτερικότητα και την αναζήτηση του πνευματικού εαυτού, αλλά και την επιστροφή στην παιδική του ηλικία.

Ο Γιόζεφ Ροτ γεννήθηκε το 1894 στο Μπρόντι (είναι το Τσούχνοβο του Μέντελ Σίνγκερ), μια μικρή εβραϊκή κοινότητα στα σύνορα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας με τη Ρωσία, κοντά στο Λβοβ της σημερινής Ουκρανίας, και μεγάλωσε σε σπίτια συγγενών. Ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια προτού γεννηθεί ο Γιόζεφ και, σύμφωνα με τον Ροτ, πέθανε σε άσυλο φρενοβλαβών στο Αμστερνταμ, στην πραγματικότητα όμως πέθανε στη Ρωσία. Ο παππούς του ήταν ραβίνος, ο θείος του ράφτης και ο πεθερός του έμπορος στη Βιέννη.

Σπούδασε στα Πανεπιστήμια του Λβοβ και της Βιέννης, αλλά το 1916 εγκατέλειψε τις σπουδές του για να καταταγεί εθελοντικά στον αυστριακό Αυτοκρατορικό Στρατό και να συμμετάσχει στον Μεγάλο Πόλεμο. Το 1920 μετακόμισε στο Βερολίνο, όπου έκανε επιτυχημένη καριέρα ως δημοσιογράφος και άρχισε να ταξιδεύει ως ανταποκριτής στην Ευρώπη. Στις 30 Νοεμβρίου 1933, την ημέρα που ο Αδόλφος Χίτλερ έγινε καγκελάριος, ο Ροτ εγκαταλείπει οριστικά τη Γερμανία και εγκαθίσταται στο αγαπημένο του Παρίσι.

Στο μεταξύ η γυναίκα του Φρειδερίκη έπαθε σχιζοφρένεια, κλείστηκε σε άσυλο και υπήρξε ένα από τα πρώτα θύματα ευθανασίας που επέβαλε ο Χίτλερ με το πρόγραμμα ευγονικής. Η απώλειά της, ο κόσμος που άλλαζε, η πτώση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας της οποίας υπήρξε θαυμαστής και η άνοδος των Ναζί τον βύθισαν στην οδύνη και στο αλκοόλ. Σε όλη του τη ζωή, άλλωστε –με την ίδια ευκολία που περνούσε σύνορα -, ο Ροτ έμοιαζε να ξεπερνά τα όρια υποδυόμενος πολλαπλές ταυτότητες. Λέει ψέματα για το παρελθόν του, αλλάζει το όνομά του, γράφει ταυτόχρονα για αριστερές και δεξιές εφημερίδες. Λίγο πριν από το τέλος της ζωής του, μάλιστα, ασπάζεται τον καθολικισμό. Οταν πεθαίνει, τον Ιούνιο του 1939 σε ένα γαλλικό νοσοκομείο από πνευμονία, είναι μόλις 45 ετών. Την επομένη της ταφής του θα ανεβάσουν στη μνήμη του τον «Ιώβ/Hiob» στο θέατρο Pigalle σε μια κατάμεστη αίθουσα όπου γίνεται αντιληπτή η παρουσία της Μάρλεν Ντίτριχ και του Εριχ Μαρία Ρεμάρκ.