Θα ήταν ευχής έργον κάθε τόπος, πόλη ή χωριό να γεννούσε δημιουργούς όπως ο Μάνος Ελευθερίου. Για την διατήρηση του ίδιου του τόπου, για τη διαιώνισή του, ακόμη κι όταν μια καταστροφή –ο μη γένοιτο –θα έχει σβήσει τον τόπο αυτό από τον χάρτη κι από τη μνήμη των ανθρώπων. Η Ιστορία γενικότερα διασώζει πολύ λίγα πράγματα γιατί δεν το κάνει με τον τρόπο που το έχει πράξει ο Μάνος Ελευθερίου για την Σύρο. Το νησί που είχε την ευτυχία να τον γεννήσει, έστω κι αν τον κράτησε κοντά του ώς τα 18 του χρόνια. Δεν είναι μόνον γιατί η Σύρος συστήνεται μέσα από την τριπλή ιδιότητα του Μάνου Ελευθερίου, του ποιητή, του πεζογράφου και του στιχουργού, με τον πιο μαγικά αποστηθήσιμο τρόπο που θα μπορούσε να επινοήσει οποιοσδήποτε δημιουργός. Δεν εννοούμε ούτε τους πολύτιμους τόμους για το θέατρο στη Σύρο ή όποια άλλη συλλεκτική και αποταμιευτική του εργασία. Ολα αυτά έχουν τη θέση τους περισσότερο από ό,τι στα ράφια των βιβλιοθηκών στις καρδιές των χιλιάδων αναγνωστών του, τη μοναδική τοποθέτηση που μπορεί να αναζωογονήσει τις ξεχασμένες σελίδες των βιβλίων και να τις κάνει φρέσκια, σπαρταριστή, σημερινή ζωή. Τι ακριβώς θέλουμε να τονίσουμε με την αναγνώριση αυτής της προτεραιότητας σε όλες τις καλλιτεχνικές εκδοχές του Μάνου Ελευθερίου; Αν είναι ένας μάγος διασώστης, είναι γιατί φτάνει στο «όλον» μέσα από το καθημερινό, το ασήμαντο, το αμελητέο, το φευγαλέο. Μια κουβέντα ειπωμένη μέσα σε μια κουζίνα, ένας ίσκιος που γλίστρησε αθέατος μέσα στη νύχτα, ένας απολιτογράφητος ψίθυρος ανάμεσα σε δυο αγνώστους, ο στίχος «κι άλλος στης Σύρας τα στενά αίμα και δάκρυα χύνει» αποκτούν οικουμενική σημασία και οι κομπάρσοι του αναδεικνύονται σε πραγματικούς πρωταγωνιστές. Ας διαβάσουμε προς πιστοποίηση όσων είπαμε το κείμενο «Η δική μου Σύρα» που έγραψε για τους αναγνώστες μας.

«Περπατώντας στους δρόμους της Κάτω Χώρας, της Ερμούπολης, οι άριες από τις οπερέτες και τις όπερες του 19ου και 20ού αιώνα μόλις και μετά βίας ακούγονται μόνον από εκείνους που θέλουν ν’ ακούσουν μια λέξη παρηγοριάς στην ασφυκτική ζωή μιας επαρχίας. Είναι όσοι ονειρεύονται πάντα μια καλύτερη ζωή, ξεχνώντας ότι πρέπει να είναι ευχαριστημένοι για πολλά πράγματα απ’ αυτό τον τόπο. Μπορεί να λείπουν ορισμένα πανάκριβα μηχανήματα από το Γενικό Νοσοκομείο, αλλά η υπόλοιπη ζωή είναι έτσι φτιαγμένη και στέρεη, που σου δίνει τη δυνατότητα να ζεις σε μια οργανωμένη κοινωνία. Τα βάσανα, οι αντιρρήσεις, οι διαξιφισμοί των δημοσίων προσώπων, οι παραλείψεις και οι προχειρότητες, το κυνηγητό του μεροκάματου στις άγριες μέρες που ζούμε, όλα μαζί σκοτεινιάζουν κάπως μπροστά σε όσα ωραία και θαυμαστά υπάρχουν από χρόνια και όσα χρήσιμα και θαυμάσια γίνονται σήμερα. Αυτά πρέπει να τα ανακαλύψει κανείς μόνος του, ψάχνοντας και ρωτώντας. Ολοι οι κάτοικοι είναι φιλόξενοι και λαλίστατοι.

Μπορεί να μη γνωρίζουν ότι τον 19ο αιώνα εκδόθηκαν στην Ερμούπολη 168 εφημερίδες και το 1828 μια «Μαγειρική», αλλά μπορούν, αν είστε φίλοι τους, να σας κάνουν το τραπέζι και να γλείφετε τα δάχτυλά σας, ακόμη και αν σας μαγειρέψουν φακές! Ισως κρυφά να βάζουν στην κατσαρόλα αγιασμό ή δύο σταγόνες λάδι από τα καντήλια των αγίων που καίνε στις δεκάδες εκκλησίες του νησιού, ορθόδοξες και καθολικές!

Βέβαια, ποτέ δεν θα καταδεχτεί να σας προϋπαντήσει αυτοπροσώπως η ίδια η Ιστορία και η ιστορία του νησιού μόλις κατεβείτε από το πλοίο. Οι ιστορίες έχουν τρόπους να κρύβονται στο σπίτι του καθενός ξεχωριστά. Μ’ αυτήν κοιμούνται οι κάτοικοι και σ’ αυτήν λένε τα βάσανά τους. Δεν την είδαν ποτέ. Ξέρουν όμως ότι τους ακούει. Βάζουν και τους αγίους μεσάζοντες και συνεννοούνται μια χαρά.

Τους δρόμους της τους ξέρω και τους περπάτησα πολλές φορές. Πολλά χρόνια μετά κατάλαβα γιατί έλιωναν τόσο γρήγορα οι κάλτσες μου και γιατί άνοιγαν τρύπες οι σόλες των παπουτσιών μου όταν ήμουν παιδί. Απλώς ήταν σκάρτα τα υλικά. Κι ας μην τα πουλούσαν για πρώτης ποιότητας και φυσικά πιο ακριβά. Ο μεταπολεμικός κόσμος για να σταθεί στα πόδια του έπρεπε να ξαναρχίσει από τις μικρές απάτες για να φθάσει όπου έφθασε!

Λένε ότι την περίοδο του πολέμου η Σύρα έχασε το ένα τέταρτο του πληθυσμού της από την πείνα, δηλαδή γύρω στους 5-6.000 κατοίκους. Αλλοι μιλούν για 8.000. Αναγκάστηκαν και φτιάξανε καινούργια νεκροταφεία. Μ’ αυτή την ευκαιρία θα ‘θελα να υπενθυμίσω στους επισκέπτες, τουλάχιστον σ’ εκείνους που δεν φοβούνται, να επισκεφθούν το παλαιό νεκροταφείο της Ερμούπολης. Είναι ένα μικρό, υπαίθριο μουσείο γλυπτικής.

Μάλλον δύσκολο το βλέπω να ζητήσει κανείς να μπει σε μέγαρα αγνώστων του κατοίκων για να θαυμάσει τις εξαίσιες οροφογραφίες. Ας αρκεστεί στις φωτογραφίες. Υπάρχει ένα πλήθος βιβλίων για τη Σύρα.

Περνώντας από τα ερειπωμένα εργοστάσια των παλαιών χρόνων, πάντα νιώθω να με κυνηγούν οι χιλιάδες σκιές όσων εργάζονταν εκεί μέσα. Βυρσοδεψεία, υφαντήρια, κλωστήρια, νεώριο «μοναδικόν εν τη Ανατολή», εργοστάσιο μεταξωτών, φανελών και ακόμη κορδονιών για τα παπούτσια.

Τα ονομαστά συριανά λουκούμια και οι χαλβαδόπιτες ακόμη πλημμυρίζουν τον αέρα με την εξαίσια μυρωδιά τους. Ωρα έξι το απόγευμα, όταν σχολούσαν τα εργοστάσια, οι δρόμοι γέμιζαν από εργάτες και εργάτριες και φυσικά από εργατάκια, 6 έως 12 χρόνων –δεν είναι λάθος -, αγόρια και κορίτσια, που έτρεχαν για το σπίτι τους. Για τους περαστικούς όλες αυτές οι άγιες σκιές των παιδεμένων ανθρώπων δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον. Ο περαστικός θέλει μια ωραία αμμουδιά, ένα καλό και φθηνό φαγητό και το βραδάκι να ξεδώσει σε μια καφετέρια ή σ’ ένα κλαμπ. Ολα υπάρχουν και όπως τα θέλει. Αρκεί να ψάξει μόνος του και να διαλέξει τι του ταιριάζει περισσότερο.

Εδώ πρέπει να υπενθυμίσω ότι στην ίδια μοίρα με την Ανω Σύρα βρίσκονταν και όλες οι συνοικίες της Ερμούπολης: Βροντάδο (εις ανάμνησιν του Βροντάδου της Χίου), Νεάπολη, Βρυσαράκια, Ξηρόκαμπος, Καμίνια. Είναι περίεργο όμως ότι η «σύμπραξη» όλων των «τάξεων» της Σύρας συνέβαινε μόνο στο θέατρο! Είτε μελοδραματικός θίασος υπήρχε, ιταλικός ή ελληνικός, από το 1840 έως το 1930, είτε θίασος πρόζας με μεγάλα ονόματα της ελληνικής σκηνής, το θέατρο πάντα σχεδόν ήταν γεμάτο μέχρι το τελευταίο κάθισμα. Τώρα που οι τάξεις καταργήθηκαν, το θέατρο οι Συριανοί πάντα το τιμούν και το αγαπάνε. Απόδειξη ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν τέσσερις εύρωστοι ερασιτεχνικοί θίασοι!