Δεν μπόρεσε ποτέ του να χορέψει,γιατί του παρέλυαν, λέει, τα πόδια οι βαριοί ρυθμοί των εμβατηρίων με τα οποία είχε μεγαλώσει… Ο Γιάννης Ατζακάς έζησε από τα οκτώ ώς τα δεκατέσσερα σε παιδοπόλεις της Φρειδερίκης. Είναι ένα παιδί του Εμφυλίου, «πικρός καρπός από τα στάχυα που θέρισε το δίκοπο δρεπάνι», και μόλις κυκλοφόρησε τον Θολό Βυθό (Άγρα). Ένα αφήγημα αυτοβιογραφικό, αναπάντεχο σαν βουβή γροθιά, για εκείνα τα «κλειδωμένα χρόνια» και εκείνα τα περίπου 30.000 ορφανεμένα παιδιά στα οποία η παράταξη των νικητών θέλησε μεταπολεμικά να προσφέρει στέγη, παιδεία και, κυρίως, μια συνείδηση με ανοσία στο μικρόβιο του κομμουνισμού. Στο βιβλίο ακούγονται δύο φωνές του Γιάννη Αρχοντή, ο οποίος είναι το διαφανές alter ego του Ατζακά. Σε πρώτο πρόσωπο ακούγεται η φωνή του παιδιού- μαθητή που αναζητά στους θολούς βυθούς της μνήμης του τα σπαράγματα μιας πρώιμα ραγισμένης ζωής και τα παρουσιάζει ανεπεξέργαστα, όπως τα βίωνε τότε, φανερώνοντας και ανεκμυστήρευτα γεγονότα που τον βάρυναν.

Έτσι, μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, ξεδιπλώνεται η καθημερινότητα των παιδοπόλεων από το 1949 ώς το 1955, με έναν τρόπο ψύχραιμο και σπαρακτικό που δεν τον έχουμε διαβάσει ούτε στα μυθιστορήματα του Βασίλη Μπούτου ή του Θανάση Σκρουμπέλου ούτε στις διεισδυτικές ιστορικές προσεγγίσεις λ.χ. της Ρίκης Βαν Μπουσχότεν κ.α. Παράλληλα, σαν σφήνα, ακούγεται σε τρίτο πρόσωπο η φωνή του σημερινού, συνταξιούχου πια, άντρα- συγγραφέα ο οποίος σχολιάζει ιδεολογικά τον κρυφό μηχανισμό των παιδοπόλεων και αναστοχάζεται τον ίδιο του τον αντιφατικό χαρακτήρα ως παράγωγο των παιδικών εμπειριών του. Ο Θολός βυθός παύει έτσι να είναι μια απλή μαρτυρία και αποκτά μια κοινωνική-πολιτική-υπαρξιακή διάσταση. Άνθρωπος με μυστικές λαβωματιές, ο 67χρονος σήμερα Ατζακάς ανέπτυξε, σε πείσμα της μαύρης προπαγάνδας, μια συνείδηση αριστερή την οποία μάλιστα πλήρωσε ακριβά στη δικτατορία. Ωστόσο προσπαθεί να είναι δίκαιος και με τις δυο πλευρές. Το βιβλίο μιλά λοιπόν για τη βιομηχανία υιοθεσιών στην Αμερική που είχε στήσει η «καλλιτέρα μητέρα της Ελλάδος» προκειμένου να διαγραφεί η μνήμη των κόκκινων σπόρων, αλλά δεν επιμένει σ΄ αυτό, ούτε αναμασά την κομμουνιστική ρητορική. Κι ο Γιάννης δεν έχει να αφηγηθεί κανένα τραυματικό γεγονός, καμιά περίπτωση κακοποίησης, όπως θα περίμεναν ορισμένοι. Αυτό το βιβλίο σοκάρει γι΄ άλλο λόγο: επειδή δείχνει ανάγλυφα πώς ερήμωσε η παιδική καρδιά του, πώς ναρκώθηκαν τα αισθήματά του, πώς σβήστηκε σιγά σιγά κάθε ίχνος της ατομικότητάς του.

«Δεν υπάρχει βαρύτερη μοναξιά από εκείνη μέσα στους άλλους· δεν είναι καμιά στέρηση της αγάπης σκληρότερη, από εκεί όπου η αγάπη διακηρύσσεται αλλά ποτέ δεν πραγματώνεται». Να, κάτι που συνειδητοποίησε βγαίνοντας από τα «φιλανθρωπικά ιδρύματα» και μπαίνοντας «στην πραγματική ζωή», ο Ατζακάς. Γεννημένος στη Θάσο, ορφανός από μάνα, με πατέρα κυνηγημένο και άφαντο από το ΄46, μεγάλωσε με τη γιαγιά του τη Βενετιά, συνταρακτική ηρωίδα του πρώτου του αφηγήματος Διπλωμένα φτερά (Άγρα 2007). Εκείνη, αναλφάβητη, πάμφτωχη και γερασμένη, τον έδωσε με πόνο στη βασίλισσα «για να τον σπουδάσει και να του μάθει μια τέχνη» και σε έξι χρόνια δεν κατάφερε να τον δει παρά δυο φορές. «Τέκνον πολίτου ενταχθέντος εις τους συμμορίτας», ο Ατζακάς έφθασε το 1949 στον «Απόστολο Παύλο» στο Καστρί, έβγαλε την Γ΄ Δημοτικού στο Ιωσηφόγλειο Ορφανοτροφείο της Νέας Σμύρνης, πέρασε «τα πιο ευτυχισμένα του» τρία χρόνια στην «Καλή Παναγιά» έξω από τη Βέροια και τέλειωσε την Α΄ Γυμνασίου στον «Άγιο Δημήτριο» στη Θεσσαλονίκη. Τότε τον έδιωξαν επειδή έβγαλε γενικό βαθμό 16 και όχι 17, αλλά χάρη στον ναυτικό θείο του τέλειωσε το Γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη. Ο αναγνώστης παρακολουθεί πώς δεν έβρισκε μέρος να απομονωθεί για να κλάψει ώσπου «ξεπόνεσε» κι έφτασε να ντρέπεται για τη γιαγιά του· πώς συνήθισε τη στρατιωτική οργάνωση και τα παραγγέλματα σαν κάτι φυσικό· πώς ξέδινε με τα ελάχιστα, με φωτογραφίες λ.χ. ποδοσφαιρικών φάσεων από πεταμένες εφημερίδες· πώς κάποιοι δάσκαλοι τον ενθάρρυναν, πώς άρχισε να αγαπά τη λογοτεχνία· πώς παρασύρθηκε στις φονταμενταλιστικές, θα λέγαμε σήμερα, Χριστιανικές Μαθητικές Ομάδες· και φυσικά πώς βομβαρδιζόταν με αντικομμουνιστικά κηρύγματα τα οποία δεν πολυκαταλάβαινε μέχρι που η ανελέητη σπίλωση της τιμής των ανταρτών- άρα και του πατέρα του- τού προκάλεσε αμφιβολίες και τον αφύπνισε…

Τόση καλοσύνηδεν ήταν άδοληΘολός Βυθός καταδεικνύει ότι η χειραγώγηση των παιδιών του Εμφυλίου πέτυχε, επειδή ακριβώς ο μηχανισμός δεν κατέφυγε στη βία. Επειδή στις παιδοπόλεις στήθηκε μια αταξική μικροκοινωνία ίσης μεταχείρισης, με εσωτερική δικαιοσύνη και αμεροληψία. Τόση ώστε τα παιδιά με τις στολές δεν αντιλαμβάνονταν την πλύση εγκεφάλου που τους γινόταν, έπαυαν να νοιάζονται για την τύχη των γονιών τους και κατέληγαν να αρνούνται ότι οι πατεράδες τους ήταν αντάρτες. Σπίτι τους ήταν πια ο θάλαμός τους και η μνήμη τους χαρασσόταν από την αρχή. Ο κατοπινός συγγραφέας ήταν πια 16άρης όταν επιτέλους ξαναγύρισε στη Θάσο. Εκεί, το 1958 ήρθε το πρώτο γράμμα του πατέρα του από τη Βουλγαρία αλλά μόνο το 1975, όταν πια δούλευε ως δάσκαλος, κατάφερε να τον πρωτοσυναντήσει στο Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας. Ο κόσμος είχε αλλάξει, ωστόσο ο Γιάννης Ατζακάς ακόμα να απαλλαγεί από την αίσθηση ότι ένα αυστηρό μάτι τον επιτηρεί άγρυπνα…