Πόσο γρήγορα έρχονται κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα από τότε που μεγαλώσαμε. Εχεις παρατηρήσει ότι τώρα ο χρόνος μετράει διαφορετικά, από τότε που ήσουν παιδί; Κλείνεις για λίγο τα μάτια. Τι σκεφτόσουν πέρυσι τέτοιες μέρες; Πού βρισκόσουν; Τι ευχόσουν για τη νέα χρονιά; Νιώθεις ότι κάθε χρονιά μικραίνει όλο και πιο πολύ ο χρόνος που έχεις να ζήσεις, να ονειρευτείς, να πέσεις και να ξανασηκωθείς από την 1η Ιανουαρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου. Το ημερολόγιο δείχνει 24 Δεκεμβρίου και αισθάνεσαι ότι ήταν σαν χθες η ίδια μέρα πέρυσι. Εκανες όσα ήθελες; Θυμάσαι τι ήθελες; Θέλεις να θυμηθείς; Αντέχεις;
Πλέον αντέχεις τα πάντα. Φαίνεται στο βλέμμα. Ξέρεις, τα μάτια μένουν ίδια, όμως αλλάζει ο τρόπος που κοιτάνε. Τα βαραίνουν σκιές. Κάθε χρόνο περισσότερες. Πόσο άλλαξε το βλέμμα σου από πέρυσι, τι σου δίδαξε το 2025; Με έναν παράξενο τρόπο όσο περισσότερα μαθαίνεις, τόσο λιγοστεύουν οι βεβαιότητες. Οπως συμβαίνει και με τους δικούς σου ανθρώπους. Οσο αυξάνεται ο αριθμός των γνωστών, τόσο μικραίνει ο αριθμός των φίλων. Οι υπερβολικές δόσεις κοινωνικότητας, η «πολλή συνάφεια του κόσμου», η έκθεση «στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινή ανοησία» σε κάνουν να θέλεις να κλείσεις τον κύκλο ερμητικά.
Να χωράει μόνο εκείνους που ρωτούν με ανησυχία «δεν είσαι καλά, τι έχεις;» με το που ακούσουν στο ακουστικό απλώς και μόνο «καλημέρα». Πώς πάντα με νιώθουν από τον τόνο της φωνής ποτέ δεν θα το καταλάβω. «Και από τη φωνή σου και από τα μάτια». Μόνο οι πραγματικά δικοί σου άνθρωποι μπορούν να δουν το τεχνητό φίλτρο στο χαμόγελο που κοιτούν γοητευμένοι όλοι οι άλλοι. Γι’ αυτό και φέτος η χρονιά θα τελειώσει με τους πολύ δικούς σου ανθρώπους. Γράφεις ξανά το ίδιο σενάριο εορτών, με ίδιους πρωταγωνιστές. Υπόσχεσαι ότι και φέτος τα δώρα θα μείνουν κάτω από το δέντρο και δεν θα ανοίξουν πριν από την παραμονή Πρωτοχρονιάς. Ούτε κλεφτές ματιές. Ενα εσωτερικό παιχνίδι υπομονής, μία νοερή αναμέτρηση με τον εμμονικό παιδικό σου ενθουσιασμό.
Είναι οι μέρες που φτιάχνεις λίστες. Ποιους θα δεις, πού θα πας, με ποιους θα κλείσει μία ακόμα δύσκολη και συναρπαστική και στενάχωρη και χαρούμενη και εξαντλητική χρονιά. Τα είχε όλα. Ολα, λέξη-κλειδί. Πάντα πρέπει να τα έχεις όλα, κατασκευαστική αδυναμία στην επιλογή. Μετράς τις μέρες, μετράς ανθρώπους. Ποιοι έφυγαν πριν μπει το γκολ, ποιοι μπήκαν, ποιους γνώρισες, ποιοι είναι πάντα εδώ. Πιστοί υπασπιστές στον πετροπόλεμο, σε διαρκή επαγρύπνηση για να πατήσουν τα μονίμως χαλασμένα σου φρένα. Για να τραβήξουν το λουρί. Κι όμως αυτή τη φορά άφησες την πόρτα μισάνοιχτη να μπουν κι άλλοι, εντυπωσιακό, αν σκεφτείς ότι υπάρχει ανεπίγνωστη αποστροφή σε ό,τι περιλαμβάνει η λέξη «αλλαγή». Κι ας ξέρεις πια πως συνήθως οδηγεί στην ευτυχία. Αγχωμένα ερωτήματα «Πότε θα φύγεις; Πότε θα σε δω;» το ακατανόητο μόνιμο αίσθημα απώλειας κι ας πρόκειται για λίγες μόνο μέρες. Νέα ξεκινήματα, νέα δεδομένα, αλλά και απογοητεύσεις λίγο πριν από την εκπνοή του χρόνου. Ποτέ δεν θα πάψεις να εμπιστεύεσαι και να απογοητεύεσαι, πάντα με πανομοιότυπο παιδικό ενθουσιασμό, πάντα σαν την πρώτη φορά. Σφιχτές αγκαλιές αποχαιρετισμού, υποσχέσεις πως θα είναι μια υπέροχη χρονιά.
«Και πέρυσι το ίδιο μου υποσχέθηκες» ακούγεται παραπονιάρικα στην πόρτα του σπιτιού. Μα αυτό είναι το καλύτερο. Να σχεδιάζεις και να έρχονται όλα αλλιώς και να καταλαβαίνεις πως ίσως τελικά στη ζωή, αυτό είναι και το πιο ενδιαφέρον.







