Όλες οι δημοσκοπήσεις που δημοσιεύθηκαν πριν από τα Χριστούγεννα συμφωνούν πως περίπου 8 στους 10 Ελληνίδες και Ελληνες πιστεύουν ότι οι αγρότες έχουν δίκιο, ότι τα αιτήματά τους είναι δίκαια. Κι είναι τόσο υψηλός αυτός ο βαθμός κοινωνικής επιδοκιμασίας ώστε ακόμη και το κλείσιμο των δρόμων – μια μορφή αγώνα που σε παλαιότερες κινητοποιήσεις προκαλούσε αρνητικά ανακλαστικά – εγκρίνεται με ποσοστά της τάξης του 60%. Εστω κι αν πολλοί από τους ερωτώμενους, φαντάζομαι, προεξοφλούσαν ότι τα μπλόκα θα δυσκολέψουν ή θα ματαιώσουν και τη δική τους γιορτινή μετακίνηση.

Κάποιοι ρωτούν: ποια ακριβώς αιτήματα των αγροτών θεωρούμε δίκαια και πόσο σίγουροι είμαστε ότι είναι πράγματι δίκαια όλα τα αιτήματα που οι αγρότες προβάλλουν; Λάθος ερώτηση. Γιατί όταν κάποιος απαντά σε μια δημοσκόπηση πως οι αγρότες έχουν δίκιο, δεν εξετάζει (ίσως ούτε καν έχει ακούσει) συγκεκριμένα αιτήματα. Λέει απλώς ότι οι αγρότες «έχουν δίκιο» να είναι θυμωμένοι – κι όχι μόνο λόγω ΟΠΕΚΕΠΕ -, να θεωρούν ότι αδικούνται, να πιστεύουν ότι το κόστος της επιβίωσής τους υπερβαίνει τις δυνάμεις τους, να τα βάζουν με την κυβέρνηση και ούτω καθεξής. Κι αυτό όχι μόνον επειδή πιστεύουν ότι πράγματι οι αγρότες κερδίζουν λιγότερα από όσα αξίζουν, αλλά γιατί η μεγάλη πλειοψηφία των εκτός αγροτικής παραγωγής πολιτών (δηλαδή οι 9 στους 10) προβάλλει στους αγρότες και τις διαμαρτυρίες τους αυτό που νιώθουν και ως δική τους μοίρα.

Κατά κάποιον τρόπο, αυτή η πρωτοφανής συμπαράσταση προς τους αγρότες είναι φαινόμενο ομόζυγο με ένα άλλο, εξίσου εντυπωσιακό δημοσκοπικό εύρημα. Σε πρόσφατη έρευνα της Eurostat, η Ελλάδα εμφανίζεται να είναι η χώρα με τα μακράν υψηλότερα ποσοστά «υποκειμενικής φτώχειας» στην Ευρώπη. Οι δύο στους τρεις στην Ελλάδα, το 66,8%, δηλώνουν ότι θεωρούν τον εαυτό τους «φτωχό». Στην Ευρώπη συνολικά το αντίστοιχο ποσοστό είναι, κατά μέσο όρο, μόλις 17,4%. Τέσσερις φορές μικρότερο! Και στη δεύτερη χώρα μετά την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, το αντίστοιχο ποσοστό υποκειμενικής φτώχειας είναι μόνον 37,4%. Εντυπωσιακό, αν σκεφτεί κανείς ότι ο μέσος μισθός είναι σε εμάς στο 45% του μέσου ευρωπαϊκού, στη γειτονική χώρα στο 38%. Η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων είναι στο 70% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, των Βουλγάρων χαμηλότερα, στο 66%. Κι όμως αισθανόμαστε δύο φορές φτωχότεροι από εκείνους.

Κάποιοι ρωτούν, λοιπόν: μα γιατί αισθανόμαστε και δηλώνουμε φτωχότεροι απ’ όσο «αντικειμενικά» είμαστε; Μήπως έχει δίκιο ο Αδωνις που λέει ότι είμαστε απλώς «γκρινιάρηδες»; Η ερώτηση μας συνδέει ευθέως με το κεντρικό θέμα της πολιτικής συζήτησης στη Δύση, το θέμα που έκρινε τις πολύκροτες εκλογές στη Νέα Υόρκη και θα κρίνει, πιθανότατα, και τις ενδιάμεσες εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου στις ΗΠΑ. Είναι αυτό που, στα αγγλικά, αποδίδεται με έναν όρο που δύσκολα μεταφράζεται στα ελληνικά: affordability.

Εμείς το λέμε «ακρίβεια», το ορίζουμε ως σχέση ανάμεσα στα εισοδήματα και το κόστος ζωής, ανάμεσα στις ονομαστικές αποδοχές και τον πληθωρισμό. Αλλά είναι κάτι περισσότερο από αυτό. Είναι η αίσθηση ότι έχεις τη δυνατότητα να καλύπτεις αυτές που θεωρείς βασικές σου ανάγκες. Οτι μπορείς να ζεις με τρόπο που εσύ ο ίδιος να θεωρείς ανεκτό και «αξιοπρεπή».

Σε μια ενδιαφέρουσα σειρά άρθρων που δημοσίευσε αυτές τις ημέρες ο Πολ Κρούγκμαν, εξηγεί πως η περίφημη affordability, η αίσθηση ότι «τα βγάζω πέρα», δεν προσδιορίζεται μόνον από την εξέλιξη των πραγματικών εισοδημάτων. Από το κατά πόσον η αύξηση των ονομαστικών αποδοχών ξεπερνά ή υπολείπεται του πληθωρισμού. Ή από το αν τα σημερινά πραγματικά εισοδήματα είναι βελτιωμένα σε σχέση με το παρελθόν (που στην Ελλάδα ακόμη δεν είναι). Συναρτάται και με τρεις, σημαντικότερους και δύσκολα μετρήσιμους, παράγοντες: τη συμπερίληψη, την αίσθηση, δηλαδή, αξιοπρεπούς συμμετοχής στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Την αίσθηση ασφάλειας, προστασίας απέναντι σε ενδεχόμενες προσωπικές ή συλλογικές αναποδιές. Και την αίσθηση δικαιοσύνης.

Ο Κρούγκμαν θυμίζει ένα απόσπασμα από τον «Πλούτο των Εθνών» του Ανταμ Σμιθ, όπου ο πατέρας του οικονομικού φιλελευθερισμού εξηγεί πως ο ορισμός των «βασικών αναγκών» του ανθρώπου αλλάζει από εποχή σε εποχή και από τη μια κοινωνία στην άλλη. Στη Σκωτία του καιρού του, για παράδειγμα, ακόμη κι ένας φτωχός μεροκαματιάρης θα ντρεπόταν να βγει στον δρόμο αν δεν φορούσε λευκό πουκάμισο, ενώ στην αρχαία Ρώμη ακόμη και οι πλουσιότεροι δεν είχαν ανάγκη από πουκάμισα. Στην Αγγλία του 1770, εξάλλου, θα ήταν κοινωνικά απρεπές να κυκλοφορεί ακόμη κι ένας φτωχός χωρίς δερμάτινα παπούτσια, ενώ στη Γαλλία ήταν απολύτως αποδεκτό να κυκλοφορούν με ξύλινα παπούτσια ή και ξυπόλυτοι. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να χρησιμοποιήσουμε την αναλογία του Ανταμ Σμιθ για να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε γιατί στην Ελλάδα ο δείκτης υποκειμενικής φτώχειας είναι σχεδόν διπλάσιος από ό,τι στην Βουλγαρία, παρότι οι Βούλγαροι είναι αντικειμενικά φτωχότεροι από τους Ελληνες (με τάση να μας αφήσουν πίσω τους – αλλά αυτή είναι άλλη συζήτηση).

Οι δείκτες που μετρούν τον πληθωρισμό και το πραγματικό εισόδημα έχουν ασφαλώς τη σημασία τους. Αλλά δεν εξηγούν από μόνοι τους γιατί οι δύο στους τρεις αισθάνονται φτωχοί. Το να είσαι ιδιοκτήτης του σπιτιού όπου κατοικείς είναι ένας κρισιμότατος παράγοντας. Η αίσθηση πως δεν θα έχεις ποτέ τη δυνατότητα να το αγοράσεις μεταφράζεται σε ένα βαρύ αίσθημα κοινωνικού αποκλεισμού. Η πραγματικότητα της αγοράς εργασίας, όπου 700.000 αμείβονται με τον κατώτατο μισθό και 1,5 εκατομμύριο με λιγότερα από 956 ευρώ καθαρά έχει επίσης τη σημασία της. Αλλά τα κάνει όλα χειρότερα η αίσθηση ότι το μέτρο της αξιοπρεπούς ζωής δεν το δίνει η αγοραστική δύναμη του μισθού, αλλά ένας πραγματικά ή φαντασιακά, μέσω social media, πληθωρικά πάντως επιδεικνυόμενος πλούτος. Αν σε αυτό προσθέσει κανείς ένα βαθύ αίσθημα ανασφάλειας κι ένα ακόμη βαθύτερο αίσθημα κοινωνικής αδικίας και αφόρητης διεύρυνσης των ανισοτήτων, όλα εξηγούνται. Και το γιατί 2 στους 3 δηλώνουν φτωχοί. Και το γιατί 8 στους 10 ταυτίζονται με τους αγρότες.

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.