Τους νεόπλουτους τους ξέρουμε, πολύ καλά μάλιστα. Τους έχει ξετινάξει άλλωστε η παγκόσμια δραματουργία και λογοτεχνία, από τον «Αρχοντοχωριάτη» του Μολιέρου έως τη «Μαντάμ Σουσού» του Ψαθά.
Η υπερβολή στη συμπεριφορά τους, η αγωνία να δείξουν τον πλούτο τους, η επιδειξιμανία τους, η άκαρπη προσπάθεια να δηλώσουν τις γνώσεις τους για έναν κόσμο, ένα σύμπαν που, στην πραγματικότητα, δεν γνωρίζουν, οι γκάφες στις οποίες πέφτουν εξαιτίας της άγνοιας και των απωθημένων τους είναι χαρακτηριστικά ιδιαίτερα «ανάγλυφα» που προσφέρονται για… ανάδειξη. Θέλουν όχι μόνο να δείχνουν πλούσιοι αλλά και να φέρονται όπως νομίζουν ότι φέρονται οι πλούσιοι. Στην αρχή μπορεί και να τα καταφέρνουν, αλλά, στις περισσότερες περιπτώσεις, επαληθεύεται τελικά η παροιμία που λέει ότι μπορείς να βγάλεις το κορίτσι ή το αγόρι από το χωριό, αλλά δεν μπορείς να βγάλεις το χωριό από το αγόρι ή το κορίτσι.
Βέβαια, αυτή είναι μια αρχετυπική περιγραφή που προσαρμόζεται στα ήθη κάθε εποχής. Και στη δική μας εποχή οι μεγάλες περιουσίες δεν «πουλάνε».
Η μόδα έχει γυρίσει την πλάτη της στις ακριβές αγορές, τα παπούτσια των χιλίων ευρώ δεν διαφέρουν από αυτά των πενήντα, η πολυτέλεια είναι πλέον τόσο διακριτική που η ύψιστη έκφανσή της είναι να μη φαίνεται, η υπερβολή θεωρείται και είναι κιτς.
Οι νεόπλουτοι δεν έχουν πλέον πεδίο δράσης και επίδειξης – άσε που πολλοί ξαναφτώχυναν –, προσαρμόστηκαν κι αυτοί. Ο σουσουδισμός όμως, η ανάγκη να δείξει κάποιος ότι είναι ανώτερος, βρε παιδί μου, ότι δεν συντάσσεται με το «αγριεμένο πλήθος», είναι στη φύση του ανθρώπου. Και είναι εδώ.
Οι καινούργιοι νεόπλουτοι είναι οι νεοδιανοούμενοι. Με διαφορετικό προφίλ αλλά με τα ίδια ακριβώς σουσούμια. Δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά διότι είναι κολλημένοι με το κλισέ που λέει ότι οι σκεπτόμενοι εραστές των τεχνών και των γραμμάτων είναι κάπως ατημέλητοι στην εμφάνιση (οι ίδιοι, βέβαια, είναι επιμελώς ατημέλητοι). Ξεπατικώνουν «βαθυστόχαστες» φράσεις από το Διαδίκτυο και τις ποστάρουν στα σόσιαλ μίντια αποδίδοντάς τες σε «σοφούς» που δεν τις έχουν εκστομίσει ποτέ. Αντιγράφουν στίχους αλλοδαπών, κυρίως, ποιητών. Αναφέρονται στη Χάνα Αρεντ σαν να πηγαίνουν μαζί γυμναστήριο. Στον δε Γιόζεφ Ροτ σαν να έκαναν, πριν από δύο χρόνια, μαζί διακοπές στην Οστάνδη (παρεάκι και με τον Τσβάιχ). Φυσικά φωτογραφίζουν τα βιβλία που αγοράζουν και τα έργα στις εκθέσεις που πηγαίνουν για να τα αναρτήσουν στους λογαριασμούς τους. Και κατεβάζουν κείμενα από την τεχνητή νοημοσύνη που τα πλασάρουν ως δικά τους, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι «τα ψεύτικα, τα κείμενα, τα μεγάλα» φαίνονται από τις τρεις πρώτες φράσεις.
Εκεί που λυσσομανάνε όμως είναι το θέατρο. Θα πάει ξένος σκηνοθέτης Επίδαυρο και δεν θα είναι εκεί; Επ’ ουδενί. Και γράφουν αφοριστικές κριτικές, αναμασάνε λάθος κλισέ, όλα αυτά που σε κάνουν να καταλαβαίνεις ότι δεν έχουν ιδέα από αρχαία δραματουργία. «Ο καλύτερος “Οιδίποδας” που έχω δει ποτέ», σου λέει – φτάνει να μη ρωτήσεις πόσους και ποιους «Οιδίποδες» έχει δει. Και όλα αυτά τα κάνουν κυρίως για να επικοινωνήσουν, να τα δηλώσουν ως στοιχεία ταυτότητας. Καινούργιας διότι την παλιά την έχασαν στα μπουζούκια και τα κλαμπ όπου ξημεροβραδιάζονταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια. Δεν ξέρουν ότι η διανόηση δεν έχει σχέση με τη γνώση, πόσω δε μάλλον με την επίδειξή της. Είναι άποψη ζωής που τη διαμορφώνεις πολύ νωρίς, δεν την αποκτάς στη ρότα.
Αιώνιο κορίτσι
Σε αντίθεση με τους νεοδιανοούμενους, υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι που λες και ήταν διανοούμενοι από παιδιά. Ακόμη κι αν μεγάλωσαν χωρίς ευκαιρίες, στο περιθώριο που έβαζε η αδυσώπητη ελληνική επαρχία τα ορφανά παιδιά. Ετσι μεγάλωσε, στη Μυτιλήνη, η Ντόρα Γιαννακοπούλου που έφυγε προχθές στα 88 της. Ηταν το «παιδί της χήρας». Τις ευκαιρίες που δεν της χάρισε η τύχη τις έφτιαξε μόνη της. Τραγουδίστρια, ηθοποιός, συγγραφέας και, επιπλέον, με ένα μοναδικό ταλέντο να γίνεται φίλη. Το «Ντορέλι» ήταν μέχρι τέλους «κορίτσι».
Το αιώνιο «κορίτσι» του αγαπημένου της Μηνά Χρηστίδη.







