Η παραλαβή από το ΠΝ της φρεγάτας «Κίμων» από τη Γαλλία έπειτα από δεκαετίες… ξηρασίας στη θάλασσα υπήρξε πολύ μεγάλη ημέρα για το ιστορικό ελληνικό Οπλο, τις Ενοπλες Δυνάμεις συνολικά και κυρίως για την αποτελεσματική θωράκιση της ελληνικής επικράτειας από τη διαρκώς εντεινόμενη τουρκική απειλή.
Η Ελλάδα είναι κατεξοχήν θαλάσσια χώρα. Και από τους αρχαίους χρόνους το μέλλον της κρίθηκε πολλές φορές στη θάλασσα. Κάτι που, όποτε συνέβη, κατέληξε νικηφόρα. Οι δεξιότητες των ναυτικών της είναι απαράμιλλες και τα επιτεύγματά τους, τόσο στο στρατιωτικό επίπεδο όσο και εκτός αυτού, στις θάλασσες του κόσμου μέσω της ναυτιλίας, δεν έχουν σύγκριση.
Ομως η ναυτική θωράκισή της υπέφερε δραματικά τα τελευταία χρόνια – με μοναδική εξαίρεση την πρόσκτηση των τελευταίων υποβρυχίων που της έδωσαν μία ανάσα, ένα πλεονέκτημα που της έλειπε, αλλά και που δεν είναι πια το ίδιο όταν αυτά τα όπλα φτάνουν και στην Τουρκία και μάλιστα έχοντας ενσωματώσει τις σημαντικές βελτιώσεις που το ελληνικό ΠΝ επέφερε στην περίοδο των δοκιμών τους. Βέβαια, το πρόβλημα ίσως να μην είναι τελικά και τόσο μεγάλο, καθώς ο ανθρώπινος παράγοντας εδώ κάνει τη διαφορά. Και αυτός είναι συντριπτικά υπέρ της Ελλάδας.
Οι γαλλικές φρεγάτες φέρνουν μια εντελώς νέα εποχή στην επιφάνεια πλέον της θάλασσας – και αυτή έλειπε απελπιστικά. Ο ελληνικός στόλος ήταν πολύ γερασμένος. Το ποιοτικό άλμα υπερκαλύπτει το κενό δεκαετιών μπαλωμάτων με τα οποία το ΠΝ ήταν υποχρεωμένο να φέρει εις πέρας το έργο του. Αυτά τα σκάφη με τις εκπληκτικές τους δυνατότητες που δεν αφορούν μόνον τη δύναμη πυρός, τη μάχη επί του πεδίου, τις τεχνολογίες, μα ούτε καν μόνον τη θάλασσα, συνιστούν εντυπωσιακούς πολλαπλασιαστές ισχύος τους οποίους θα πρέπει πλέον να λάβει πάρα πολύ σοβαρά υπόψη του οποιοσδήποτε σκεφτεί να επιχειρήσει εναντίον της ελληνικής κυριαρχίας. Και πριν ήταν απαραίτητο, έστω και με γερασμένο στόλο, ιδίως λόγω των ανθρώπων που τον υπηρετούν. Μα τώρα η απάντηση μπορεί να αποβεί μοιραία.
Υπάρχει όμως ένα «αλλά». Που δεν έχει να κάνει ούτε με τις μονάδες, ιδίως πλέον με τις γαλλικές φρεγάτες, ούτε με την αφοσίωση και την ικανότητα των στελεχών του ΠΝ. Εχει να κάνει αποκλειστικά με την αποφασιστικότητα και την πολιτική βούληση εκείνων που έχουν την εξουσία της εντολής – και ορθότατα, γιατί αυτό σημαίνει δημοκρατία – στη χρήση των όπλων.
Σε αυτό το «αλλά» υπάρχουν αμέτρητες διαχρονικές ενδείξεις, αν και σήμερα ίσως όσο ποτέ εδώ και δεκαετίες, ότι η Ελλάδα αντιλαμβάνεται το τι σημαίνει να υπερασπίζεσαι την κυριαρχία σου με εντελώς ιδιαίτερο τρόπο που δεν έχει ανάλογο σε άλλη χώρα της Ευρώπης, ούτε εκτός αυτής.
Η φρεγάτα «Κίμων», όπως και όσες ακολουθήσουν, ή τα νέα αεροσκάφη ή μία σειρά άλλων όπλων, αποκτούν ουσία μόνον όταν ο επιβουλέας γνωρίζει ότι αν δεν σταματήσει να παραβιάζει συστηματικά την επικράτεια άλλου κράτους, εκείνο θα τα χρησιμοποιήσει. Οταν τα φοβάται. Και, αυτό, που είναι αμιγώς πολιτικό ζήτημα, εν προκειμένω δεν συμβαίνει.
Για να διαδραματίσει τον ρόλο της η ισχύς πρέπει ο εχθρός να γνωρίζει ότι θα την υποστεί. Ομως αυτό δεν ξεκινά την ώρα ενός πολέμου, που άπαντες ασφαλώς απεύχονται, αλλά πολύ πριν ακριβώς για να μην υπάρξει τέτοιος, ή, βεβαίως, ακόμα χειρότερα, ήττα εν ειρήνη. Με την αντιμετώπιση της αναπάντητης έως τώρα, διαρκούς έμπρακτης απειλής που ουδεμία άλλη χώρα ανέχεται.
Αυτή είναι η πρώτη αποστολή αυτών των όπλων – να σταματήσουν τον επιβουλέα όσο είναι καιρός. Και γίνεται σε περίοδο ειρήνης. Για να ξέρει ότι δεν μπορεί να παράγει τετελεσμένα με απειλές, πολύ περισσότερο δε εν μέσω διαπραγματεύσεων όπως ήδη συστηματικά συμβαίνει. Και να έχει μετρήσει καλά τι θα υποστεί αν προκαλέσει πόλεμο.







