Το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία εγγράφει στο πεδίο προστασίας του και την ελευθερία άσκησης της θρησκείας, της οποίας η λατρεία αποτελεί τη σπουδαιότερη αναμφιβόλως έκφραση. Η τελευταία ασκείται σε χώρους οι οποίοι είναι ειδικώς αφιερωμένοι σε αυτόν τον σκοπό, με τις σχετικές προϋποθέσεις αδειοδότησης για τη λειτουργία τους να τυποποιούνται ήδη, από τον Αύγουστο 2025, σε νέο νόμο. Το ενδιαφέρον είναι ότι το νεοπαγές αυτό νομοθέτημα αντικαθιστά ένα, τουλάχιστον παρωχημένο, νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο είχε τις ρίζες του στην εποχή της μεταξικής δικτατορίας (1938-1939) και, ευτυχώς, δεν πρόλαβε να τα εκατοστίσει…!

Ετσι, σύμφωνα με την αναγκαστική νομοθεσία επί Μεταξά, η οποία εκδόθηκε υπό το Σύνταγμα 1911, που απέβλεπε στην ασφαλέστερη προστασία της επικρατούσας Ορθόδοξης Εκκλησίας έναντι των λοιπών δογμάτων και θρησκευμάτων, η αδειοδότηση των λατρευτικών χώρων των τελευταίων προϋπέθετε όχι μόνο την τήρηση των οικείων πολεοδομικών διατάξεων, αλλά και τη (διοικητική) άδεια του υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων. Εν όψει της έκδοσης της άδειας αυτής, η Διοίκηση δεν περιοριζόταν στην εκ μέρους της διαπίστωση ότι συντρέχουν οι όροι υπό τους οποίους κατοχυρώνεται, με βάση το Σύνταγμα (άρθρο 13), η ελευθερία της λατρείας (δηλαδή άσκηση λατρείας «γνωστής» θρησκείας, που δεν προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή/και τα χρηστά ήθη, από ανήκοντες σε θρησκευτική κοινότητα που δεν ασκεί προσηλυτισμό), αλλά προέβαινε, προσθέτως, σε εκτίμηση εάν υπάρχει ή όχι πραγματική ανάγκη για την ανέγερση και λειτουργία ναού ή ευκτήριου οίκου, με βάση τα δεδομένα της συγκεκριμένης, κάθε φορά, περίπτωσης. Αυτό, όμως, το ευρύ περιθώριο εκτίμησης που είχε η Διοίκηση οδηγούσε τελικώς σε έναν ανεπίτρεπτο προληπτικό περιορισμό της θρησκευτικής λατρείας, η οποία, με αυτές τις συνθήκες, κάθε άλλο παρά ανεμπόδιστη ήταν, όπως επέβαλε το Σύνταγμα…

Για αυτόν τον λόγο, σύσσωμη σχεδόν η θεωρία του δικαίου είχε επισημάνει τις στρεβλώσεις της οικείας νομοθετικής ρύθμισης και είχε ζητήσει την αντικατάστασή της, προκειμένου να εναρμονιστεί με τις επιταγές ενός σύγχρονου Συντάγματος, όπως ήταν το μεταπολιτευτικό Σύνταγμα 1975. Ωστόσο, η νομολογία δεν έτεινε, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, «ευήκοον ους» στις εκκλήσεις της θεωρίας, παρά την έκδοση, τον Σεπτέμβριο 1996, της καταδικαστικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση «Μανουσάκης κατά Ελλάδος»… Είναι, βεβαίως, αλήθεια ότι ο νομοθέτης είχε επιχειρήσει κάποιες διορθωτικές παρεμβάσεις, χωρίς, όμως, να μεταβάλει τη συνολική φιλοσοφία της ρύθμισης.

Αυτό επιτυγχάνεται με το νεαρό νομοθετικό καθεστώς (Ν. 5224), το οποίο εφαρμόζεται σε κάθε θρησκευτική κοινότητα που δεν υπάγεται στην κατά το άρθρο 3 του Συντάγματος Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, επομένως καταλαμβάνει ρητώς και τις θρησκευτικές ομάδες του λεγόμενου «πατρώου – παλαιού ημερολογίου» (ΓΟΧ). Σύμφωνα με αυτό, η άδεια του υπουργού Παιδείας εκδίδεται, με δέσμια αρμοδιότητα, πλέον στο όνομα του οικείου θρησκευτικού λειτουργού και ανακαλείται, στο πλαίσιο κατασταλτικού ελέγχου – όπως ήταν το ζητούμενο, εφόσον διαπιστωθεί, κατά τη λειτουργία του λατρευτικού χώρου, παραβίαση συνταγματικών και λοιπών διατάξεων. Με αυτόν τον ορθόδοξο τρόπο, και η ελευθερία της λατρείας κατασφαλίζεται και η εποπτεία της πολιτείας δεν απεμπολείται! Το επιτάσσει, άλλωστε, και η ευαγγελική ρήση: «ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι»

Ο Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής Νομικής ΕΚΠΑ, είναι διευθυντής του Εργαστηρίου «Εκκλησιαστικού Δικαίου και σχέσεων Κράτους – Θρησκευμάτων» στην ίδια Σχολή

ΤΑ ΝΕΑ vidcast