To 1927 η κορυφαία αμερικανίδα σταρ του βωβού κινηματογράφου Λίλιαν Γκις (1893-1993) ζήτησε την άδεια της MGM, του στούντιο με το οποίο είχε υπογράψει συμβόλαιο, να συνεργαστεί με τον σουηδό σκηνοθέτη Βίκτορ Σγιόστρομ (1879-1960), τον πατέρα, όπως αποδείχθηκε, του σουηδικού κινηματογράφου, στην ταινία «Ο άνεμος». Η MGM έδωσε στην Γκις την άδεια, όμως ο «Ανεμος» που γυρίστηκε στην έρημο Μοχάβι αποδείχθηκε μια από τις πιο δυσάρεστες εμπειρίες της κινηματογραφικής καριέρας της.
Στην ταινία η Γκις υποδύεται τη Λέτι, μια νεαρή γυναίκα που αποφασίζει να ζήσει την περιπέτεια μεταναστεύοντας από την ήπια Ανατολή στην αμείλικτη αμερικανική Δύση. Εκεί όμως ένας ανελέητος άνεμος δέρνει αδιάκοπα την έρημο και το πνεύμα της, αποκαλύπτοντας τις κρυφές της φοβίες και τα πάθη.
Τα γυρίσματα της ταινίας ήταν εφιαλτικά. Η ζέστη στην περιοχή ήταν τόσο τρομαχτική που παραλίγο τα γυρίσματα να διακοπούν. Μάλιστα, ενώ είναι ευρέως διαδεδομένη η πεποίθηση ότι η ταινία γυρίστηκε σε θερμοκρασίες άνω των 49 βαθμών Κελσίου, αυτό τελικά δεν ισχύει γιατί η μέση θερμοκρασία για την τοποθεσία και την εποχή όπου γυρίστηκε η ταινία κυμαίνεται μεταξύ 32-40,5 βαθμών Κελσίου. Αντιλαμβάνεται κανείς όμως για τι υψηλές θερμοκρασίες μιλάμε. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι έλικες του αεροπλάνου που φυσούσαν ζεστό αέρα, άμμο και καπνό ήταν τόσο επικίνδυνες που τα μέλη του συνεργείου αναγκάζονταν να φορούν ρούχα με μακριά μανίκια, γυαλιά, μαντίλια γύρω από τον λαιμό τους και λαδόκολλα στα πρόσωπά τους κάθε φορά που τα μηχανήματα λειτουργούσαν.
Ο Βίκτορ Σιόστρομ, τον οποίο πολλοί γνωρίζουν από τον ρόλο του υπερήλικα γιατρού στην κλασική ταινία του Ινγκμαρ Μπέργκμαν «Άγριες φράουλες» (1957), μετατρέπει το τοπίο σε προέκταση του ψυχικού κόσμου της Λέτι, δημιουργώντας μια αισθητηριακή εμπειρία που συνυφαίνει τον εξωτερικό κίνδυνο με τον εσωτερικό σπαραγμό. Αυτό το αξεπέραστο αριστούργημα, γεμάτο δράμα, ένταση και κινηματογραφική ποίηση, έχει σταθεί πηγή έμπνευσης για πολλούς κατοπινούς σκηνοθέτες.
Στις μέρες μας ο «Ανεμος» αποκτά μια επικαιρότητα διότι εντάσσεται στη δημοφιλή ενότητα «Αποκατεστημένες και Υπέροχες» του Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας που αυτό τον καιρό διεξάγεται στις δύο αίθουσες της Ταινιοθήκης της Ελλάδας (το φετινό πρόγραμμα εγκαινιάστηκε με την ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Πικρό ψωμί»). Το ενδιαφέρον με την προβολή αυτή που θα γίνει την Τρίτη 16/12 είναι ότι θα γίνει υπό τη συνοδεία live μουσικής από τον συνθέτη Λόλεκ (κατά κόσμον Γιάννης Αναγνωστάτος), ο οποίος συνέθεσε ειδικό σκορ για αυτήν. Μιλώντας στα «ΝΕΑ», ο Λόλεκ μοιράστηκε σκέψεις σχετικές με την προσέγγισή του.
Ποιος – αν υπάρχει – είναι ο βασικός «κίνδυνος» που ελλοχεύει στην απόφαση να συνθέσει κάποιος εν έτει 2025 μουσική για μια ταινία που γυρίστηκε 100 περίπου χρόνια πριν προκειμένου να την εκτελέσει ζωντανά;
Στην τέχνη ο μόνος «κίνδυνος» είναι ο καλλιτέχνης που κάνει «ακίνδυνα» πράγματα. Αυτός που παρατηρεί ποια πράγματα έχουν πέραση και θεωρεί πως αν τα μιμηθεί θα έχει περισσότερες πιθανότητες αναγνώρισης και επιτυχίας. Θα πρέπει βέβαια σε αυτό το σημείο να διαχωρίσουμε την καλλιτεχνική πρόθεση από την εμπορική επιτυχία ώστε να μπορούμε να μιλάμε σε μια κοινή βάση. Με αυτό λοιπόν ως δεδομένο, θεωρώ το ρίσκο γενικότερα ως κάτι εξαιρετικά γοητευτικό.
Επομένως ποιο είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί;
Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε ένα καλλιτεχνικό έργο είναι να μην αρέσει στους αποδέκτες του, κάτι το οποίο δεν είναι το τέλος του κόσμου. Επομένως όταν προσωπικά μπορώ να νιώθω ικανοποιημένος και πλήρης με κάτι που έφτιαξα, έχω ήδη κερδίσει από την ίδια τη διαδικασία της δημιουργίας. Σαφώς και χαίρομαι όταν αυτό αρέσει και σε άλλους, αλλά σίγουρα δεν το έκανα αποκλειστικά για αυτούς και σίγουρα δεν θα αλλάξει το δικό μου βίωμα αν τελικά δεν τους αρέσει.
Συνεπώς δεν αισθάνομαι κάποιον «κίνδυνο» σε ό,τι κάνω στη μουσική.
Εκτός από το να δείτε το «Ο άνεμος», είχατε κάποια άλλη αναφορά ενώ δουλεύατε πάνω στη σύνθεση;
Οχι, καμία.
Πόση επαφή έχετε γενικώς με τον βωβό κινηματογράφο;
Εχω δει τις περισσότερες από τις γνωστές βωβές ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου αλλά σίγουρα υπάρχουν και πολλές που αγνοώ.
Είστε υπέρ ή κατά της τάσης να χρησιμοποιεί κανείς μοντέρνο ήχο σε ταινίες που πραγματεύονται ιστορίες πολύ πιο παλιές από την εποχής της μουσικής τους; Ενα παράδειγμα είναι το «Moulin Rouge» του Μπαζ Λούρμαν που αναφέρεται στην Μπελ επόκ αλλά διανθίζεται από μουσική πολύ μεταγενέστερων συγκροτημάτων.
Είμαι σίγουρα υπέρ στο να δημιουργούμε με ό,τι έχουμε διαθέσιμο και στο πλαίσιο της κάθε εποχής. Δεν μου αρέσει να μιμούμαι και η να στυλιζάρω τον ήχο μου με τέτοιον τρόπο ώστε να μοιάζει με κάτι παρελθοντικό. Εξάλλου το πιο ενδιαφέρον σε μια τέτοια συνθήκη όπως αυτή της συμμετοχής μου στον «Ανεμο» είναι να επιτευχθεί μια συνομιλία με το παρελθόν στο σήμερα.
Αναφερθείτε σε μερικούς μουσικοσυνθέτες του κινηματογράφου που εκτιμάτε πολύ.
Είναι πολλοί, οπότε θα αναφέρω ενδεικτικά κάποιους που μου έρχονται στο μυαλό: Νίνο Ρότα, Αντζελο Μπανταλαμέντι, Αντρέι Κορζίνσκι, Ζμπίγκνιου Πράισνερ, Μαρτσελο Ζάρβος, Τζον Μπρίον, Κλιντ Μανσέλ, Τζον Μπάρι.
Σε ποια άλλη ξένη ταινία θα θέλατε να κάνετε το ίδιο που κάνετε στον «Ανεμο» αν σας δινόταν η ευκαιρία να επιλέξετε;
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω σκεφτεί και θα έλεγα ότι θα μου άρεσε περισσότερο να κάνω κάτι τέτοιο σε κάποια ταινία που δεν έχω δει. Θα ήθελα δηλαδή να το προσέγγιζα σαν κάτι τελείως νέο για μένα. Επίσης θα μου άρεσε πολύ να κάνω μουσική για κάποιο ντοκιμαντέρ που θα με ενδιέφερε σαν θέμα.
Θα σας ενδιέφερε να κάνετε το ίδιο και σε μια ελληνική βωβή ταινία και, αν ναι, σε ποια;
Γιατί όχι… Ισως στην «Κοινωνική σαπίλα» του Τατασόπουλου.







