Το Eurogroup μπήκε στη ζωή μας το 2009. Ως τότε λίγοι γνώριζαν την ύπαρξή του και ακόμη λιγότεροι ενδιαφέρονταν για τις αποφάσεις του, στις οποίες άλλωστε σπάνια οι εφημερίδες μας αφιέρωναν πάνω από μονόστηλο. Μα ούτε και η υπόλοιπη Ευρώπη έπαιρνε, ως τότε, πολύ στα σοβαρά αυτό το νέο και άτυπο πολιτικό όργανο που ιδρύθηκε για να συντονίζει τις θέσεις της ευρωζώνης, πριν από κάθε Ecofin, το συμβούλιο υπουργών Οικονομικών της Ενωσης.
Ολα άλλαξαν – για εμάς αλλά και για εκείνους – στις 19 Οκτωβρίου του 2009. Δεκαπέντε μέρες μετά τις ελληνικές εκλογές, οι υπουργοί της ευρωζώνης είχαν μαζευτεί εκείνη τη μέρα στο Λουξεμβούργο. Και άκουσαν τον νέο εκπρόσωπο της Ελλάδας, τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου, να λέει πως τα στοιχεία για το έλλειμμα που είχε δώσει η προηγούμενη κυβέρνηση ήταν ένα πελώριο ψέμα. Πως το έλλειμμα θα ήταν στ’ αλήθεια 12,5%, διπλάσιο εκείνου που είχε ανακοινωθεί στην Eurostat. Game over, είπε λίγη ώρα αργότερα, στη συνέντευξη Τύπου, ένας οργισμένος Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Κι έτσι άρχισαν όλα.
Δεκαέξι χρόνια και 52 μέρες μετά εκείνη τη σημαδιακή του συνεδρίαση, το Eurogroup εξέλεξε ως πρόεδρό του έναν Ελληνα, τον Κυριάκο Πιερρακάκη. Θα μπορούσε να είναι μια πράξη απόδοσης της οφειλόμενης ευγνωμοσύνης προς τη χώρα, χωρίς το δράμα της οποίας το Eurogroup θα είχε μάλλον παραμείνει μια σκιώδης και περιορισμένης σημασίας πολιτική οντότητα. Η ελληνική κρίση ήταν που έκανε αυτό το άτυπο όργανο, για το οποίο δεν είχαν προβλέψει οι συνθήκες, τόσο σημαντικό, με τέτοιο ειδικό βάρος στα ευρωπαϊκά πράγματα.
Θα μπορούσε, επίσης, η εκλογή Πιερρακάκη να είναι και μια εκ των υστέρων έμπρακτη αναγνώριση του λάθους που η Ευρώπη, με πρωταγωνιστικό ρόλο του Eurogroup, έκανε στην αρχή της ευρωκρίσης. Εκλαμβάνοντας την κρίση αποκλειστικά ως ελληνική αμαρτία που έπρεπε να τιμωρηθεί και καθόλου ως συστημική κρίση που αποκάλυπτε δομικές ατέλειες του ευρωοικοδομήματος. Από τον Οκτώβριο του 2009 και μέχρι να επιβάλει διόρθωση πορείας ο Μάριο Ντράγκι, τον Ιούλιο του 2012, με το θρυλικό «whatever it takes», αυτή η «ηθική» ανάγνωση της κρίσης, που επιβλήθηκε στο Eurogroup από το ισχυρότερο μέλος του κλαμπ, κόστισε ακριβά. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη ολόκληρη. Η εκλογή έλληνα προέδρου θα μπορούσε να εκληφθεί και ως καθυστερημένη αναγνώριση του λάθους.
Φλας μπακ. Το φθινόπωρο του 2008, όταν η κατάρρευση της Λίμαν ξύπνησε τους κοιμισμένους δαίμονες και η κρίση από τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών και το ταμπλό των χρηματιστηρίων άρχισε να περνά στους δημόσιους προϋπολογισμούς, η πρώτη χώρα που το πλήρωσε ήταν η Ισλανδία. Το τραπεζικό της σύστημα κονιορτοποιήθηκε, το νόμισμα υποτιμήθηκε 50% και η χρεοκοπημένη χώρα κατέφυγε στο ΔΝΤ. «Τι διαφέρει η Ιρλανδία από την Ισλανδία;», ήταν το αστείο που κυκλοφορούσε εκείνες τις μέρες στο Δουβλίνο. «Ενα γράμμα και έξι μήνες».
Ολοι προέβλεπαν ότι η Ιρλανδία, με τις τράπεζές της υπερεκτεθειμένες σε μια real estate τρέλα και υπερδανεισμένες, θα ήταν η πρώτη χώρα του ευρώ που θα έπεφτε. Αλλά το πολιτικό της σύστημα έπαιξε άμυνα, εφαρμόζοντας με συναίνεση μέτρα λιτότητας και κέρδισε τόσο χρόνο, ώστε η πρώτη χώρα μέλος του ευρώ που έπεσε να είναι η Ελλάδα. Της οποίας το πολιτικό σύστημα βάδιζε αμέριμνο, στους κρίσιμους μήνες, προς τον γκρεμό.
Αν η Ιρλανδία, μια χώρα δημοσιονομικά πιο ενάρετη κι από τη Γερμανία, τότε, με χρέος στο 25% του ΑΕΠ, έπεφτε πρώτη, όλα θα είχαν εξελιχθεί αλλιώς. Η χρεοκοπία δεν θα μπορούσε να αποδοθεί στη σπατάλη των «κακομαθημένων του νότου». Η γερμανική ηθικολογική συνταγή δεν θα μπορούσε να επιβληθεί ως μονόδρομος. Η ασυλλόγιστη έκθεση των γερμανικών τραπεζών στην ιρλανδική φούσκα θα είχε επιβάλει εξ αρχής άλλες λύσεις. Αλλά τα πράγματα ήρθαν αλλιώς.
Αν θεωρήσουμε, λοιπόν, με κάποιο βαθμό ρομαντικής αισιοδοξίας, πως η εκλογή Πιερρακάκη είναι κι ένα σημάδι πως η Ευρώπη έχει μάθει από τα λάθη της, ότι η ελληνική κρίση άφησε το δίδαγμά της, το ερώτημα είναι αν η Ελλάδα, το ελληνικό πολιτικό σύστημα δηλαδή, έχει στ’ αλήθεια διδαχθεί από τα δικά του λάθη. Αν διατηρεί, έστω, τη διδακτική ανάμνησή τους ή θεωρεί την ελληνική προεδρία στο Eurogroup κάτι σαν άφεση παλαιών αμαρτιών.







