Η ιδιωτική κατανάλωση προβάλλεται ως ένας από τους βασικούς πυλώνες της αναπτυξιακής επίδοσης του 2025, με αύξηση 2,4% σε ετήσια βάση το τρίτο τρίμηνο και συνεισφορά 1,7 ποσοστιαίων μονάδων στο ΑΕΠ. Ομως η εικόνα περιπλέκεται από τις εκτεταμένες αναθεωρήσεις των αποπληθωριστών.
Η εικόνα αυτή ενισχύεται περαιτέρω από τις ανοδικές αναθεωρήσεις των στοιχείων για το πρώτο εξάμηνο, οι οποίες ανεβάζουν τον μέσο ρυθμό αύξησης της κατανάλωσης στη διετία 2023-2024 στο 2,3% ετησίως, όπως αναφέρει ανάλυση της ΕΤΕ.
Ωστόσο, η ίδια η ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας εισάγει μια κρίσιμη διάκριση. Σε αντίθεση με τις επενδύσεις, όπου οι αναθεωρήσεις σε τρέχουσες και σταθερές τιμές κινούνται παράλληλα, στην ιδιωτική κατανάλωση η βελτίωση των πραγματικών μεγεθών προκύπτει κυρίως από τη σημαντική αναθεώρηση του αποπληθωριστή. Ο μέσος ρυθμός αύξησης των τιμών κατανάλωσης για τα τελευταία δυόμισι χρόνια επανεκτιμάται στο 3,0% από 4,2%, με τις αξίες σε τρέχουσες τιμές να μεταβάλλονται πολύ λιγότερο.
Εδώ ακριβώς ανοίγει το πεδίο της αποδόμησης. Η ανθεκτικότητα της κατανάλωσης στηρίζεται πράγματι σε πραγματικούς παράγοντες, όπως η αύξηση της απασχόλησης και των ονομαστικών αμοιβών, οι οποίες το τρίτο τρίμηνο αυξήθηκαν κατά 7,2% σε ετήσια βάση. Ταυτόχρονα, όμως, μέρος της εικόνας βελτίωσης αντανακλά στατιστική επανεκτίμηση του πληθωρισμού και όχι αντίστοιχη ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης.
Η κατανάλωση, επομένως, στηρίζει την ανάπτυξη, αλλά το ερώτημα δεν είναι αν αυξάνεται. Είναι πόσο από αυτή την αύξηση αντιστοιχεί σε πραγματικό όγκο δαπάνης των νοικοκυριών και πόσο σε λογιστική διόρθωση των τιμών, στοιχείο κρίσιμο για τη βιωσιμότητα της δυναμικής στους επόμενους κύκλους.







