Η δημόσια συζήτηση για τις επενδύσεις διαμορφώνεται σήμερα ανάμεσα σε δύο αντίθετες αναγνώσεις: εκείνη που βλέπει μια ισχυρή και διατηρήσιμη δυναμική και εκείνη που προειδοποιεί ότι μετά το 2026 ανοίγει ένα αισθητό κενό, με αβέβαιη συνέχεια.

Τα τελευταία χρόνια οι επενδύσεις ακολουθούν ανοδική τροχιά, με το μερίδιό τους στο ΑΕΠ να κινείται στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας δεκαετίας. Το 2026 προβλέπεται να κορυφωθεί αυτή η πορεία, καθώς το δημόσιο επενδυτικό πρόγραμμα φτάνει σε πρωτοφανή ύψη, ενισχυμένο από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Παράλληλα, το επενδυτικό μείγμα δείχνει σημάδια ποιοτικής μεταβολής: περιορίζεται το βάρος της οικοδομής και αυξάνεται η κατεύθυνση πόρων σε τεχνολογία, εξοπλισμό και ψηφιακές υποδομές, τάση που συνδέεται με την προσπάθεια εκσυγχρονισμού του παραγωγικού μοντέλου. Επιπλέον, η αύξηση των επενδύσεων σε προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας αποτυπώνει μια σταδιακή μετάβαση σε περισσότερο καινοτόμες δραστηριότητες.

Ωστόσο, το ίδιο αυτό πλαίσιο γεννά και τον βασικό προβληματισμό. Από το 2027, με τη λήξη των επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης, οι δημόσιες επενδύσεις υποχωρούν, ενώ το συνολικό ύψος τους για την τριετία 2027-2029 εμφανίζεται χαμηλότερο από την αιχμή του 2026. Η επιβράδυνση αυτή δεν είναι αμελητέα, καθώς μετατρέπει την τρέχουσα εικόνα σε ένα πιθανό μεταβατικό φαινόμενο, το οποίο στηρίζεται περισσότερο σε εξωτερικές ροές παρά σε μόνιμες εγχώριες δυνάμεις.

Το ζητούμενο είναι αν η άνοδος των ιδιωτικών επενδύσεων µπορεί να καλύψει την υποχώρηση των δημόσιων πόρων, και αν το ποιοτικό άλμα των προηγούμενων ετών θα αποδειχθεί αρκετά ισχυρό ώστε να παραμείνει σταθερό χωρίς την ευρωπαϊκή ώθηση. Αν αυτό δεν επιτευχθεί, υπάρχει ο κίνδυνος η τρέχουσα ανοδική πορεία να λειτουργήσει ως εξαίρεση και όχι ως θεμέλιο μιας σταθερής αναπτυξιακής καμπύλης για την επόμενη δεκαετία.