Ογδόντα ένα χρόνια έχουν περάσει από εκείνη την 3η Δεκεμβρίου που, στην πραγματικότητα, σήμανε την έναρξη του Ελληνικού Εμφυλίου. Οταν όλη η Ευρώπη γιόρταζε το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ήττα του Άξονα, όταν παντού οι άνθρωποι ανασκουμπώνονταν για να χτίσουν, πάνω στα ερείπια, μία καινούργια ζωή, όταν οι άλλοι κοιτούσαν μπροστά, στο μέλλον, «σε τούτα εδώ τα μάρμαρα» κοιταχθήκαμε αναμεταξύ μας με μίσος. Σαν να μην έφταναν δηλαδή ένας πόλεμος (ο πέμπτος μέσα στα σαράντα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα), η Κατοχή, η Αντίσταση, οι εκτελεσμένοι, όλοι αυτοί που πέρασαν από τα κολαστήρια της Γκεστάπο, τα εκατοντάδες θύματα των αντιποίνων, ξαναπιάσαμε τις ζεστές ακόμη κάννες των όπλων. Και ξεκινήσαμε έναν ακόμη πόλεμο, τον πιο αιματηρό, αυτόν με τους περισσότερους νεκρούς από ιδρύσεως νέου ελληνικού κράτους.
Οσοι έχουν σήμερα συνειδητές μνήμες από εκείνη την 3η Δεκεμβρίου, πρέπει να είναι πάνω από ενενήντα ετών. Τα γεγονότα είναι πλέον κομμάτι της ιστορικής μνήμης. Εκείνης της τραγικής ημέρας προηγήθηκε, την 1η Δεκεμβρίου, η εντολή παράδοσης, από την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου, του οπλισμού των αντιστασιακών ομάδων και, στις 2 Δεκεμβρίου, η παραίτηση όλων των υπουργών που προέρχονταν από το ΕΑΜ. Την επομένη είχε ορισθεί αντικυβερνητική συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο Σύνταγμα και η σφαίρα που έφυγε από ένα παράθυρο του Μεγάρου Παπούδωφ (γωνία Βασιλίσσης Σοφίας και Πανεπιστημίου) όπου στεγαζόταν η Γενική Ασφάλεια, ήταν μόνο η αφορμή.
Το περίεργο είναι ότι, ενώ όσοι ήταν παρόντες και συμμετείχαν ενεργά στα γεγονότα τα κουβαλούσαν – όπως και οι λίγοι που τα κουβαλούν ακόμη – εντός τους ως τραύμα, οι νεότεροι, ακόμη και οι πολύ νεότεροι, οι γεννημένοι μετά τη Μεταπολίτευση, αναφέρονται στα Δεκεμβριανά με κρεσέντο ηρωικού λυρισμού και περηφάνιας. Πώς είναι δυνατόν αυτοί που τότε συμμετείχαν στις μάχες της Αθήνας, που, στη συνέχεια, κυνηγήθηκαν, φυλακίσθηκαν, εξορίστηκαν να είναι πιο ψύχραιμοι και πιο αντικειμενικοί από αυτούς που τα «διδάχθηκαν» εκ των υστέρων; Που συνεχίζουν αυτόν τον διχασμό, επιμένουν να επενδύουν σε έναν εμφύλιο που, όσοι τον έζησαν, όσοι πολέμησαν σε αυτόν, αναγνωρίζουν ευθύνες και στις δύο πλευρές, καταλογίζουν λάθη και αγριότητες; Πώς μπορεί ένας εμφύλιος να έχει οτιδήποτε ηρωικό;
Βεβαίως και ο Εμφύλιος συνεχίστηκε αρκετά χρόνια μετά τη λήξη του, το 1949. Στα ερημωμένα χωριά και στους ανθρώπους που έπρεπε να επιδείξουν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων για να ανοίξουν ψιλικατζίδικο. Αλλά πριν από 43 χρόνια, αναγνωρίστηκε επιτέλους η Εθνική Αντίσταση, επιτεύχθηκε η Εθνική Συμφιλίωση, άνθρωποι βγήκαν από τη σκιά όχι για να συνεχίσουν εκείνη τη σύρραξη αλλά για να την κλείσουν. Θυμάμαι μια ηλικιωμένη στη Σύρο που είχε ένα ταβερνείο. Οταν τη δεκαετία του 1980 κρέμασε στον τοίχο του μαγαζιού της το χαρτί αναγνώρισης της συμμετοχής της στην Αντίσταση, άρχισα να τη ρωτάω για εκείνες τις μέρες. «Ασ’ τα παιδάκι μου, περάσαν αυτά» ήταν πάντα η απάντησή της.
Μακράς διαρκείας
Πέρασαν γι’ αυτούς που τα έζησαν. Οι άλλοι, που δεν έζησαν τον Εμφύλιο, τον θέλουν ακόμη εδώ. Για να τροχίζουν το μίσος και την εχθροπάθεια. Τα Προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, χρέπια που όχι μόνο τραυματίζουν την αστική αισθητική αλλά απειλούν και τη δημόσια υγεία, τα υπερασπίζονται κάποιοι ως «μνημεία της Μάχης της Αθήνας» επειδή έχουν τρύπες από σφαίρες. Το όνομα της Ελένης Παπαδάκη είναι ακόμη απαγορευμένο έστω κι αν το ΚΚΕ έχει αναγνωρίσει επίσημα, με τον δικό του βέβαια τρόπο, το λάθος της εκτέλεσης της σπουδαίας ηθοποιού. Και η Ρένα Δούρου, γεννημένη 25 χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, ορκίζεται περιφερειάρχης το 2014 με τον όρκο των Κορυσχάδων. Η ρητορική του Εμφυλίου επανέρχεται κάθε τόσο ίδια και απαράλλαχτη. Και ντοπάρει όλους αυτούς που ξεχνάνε τον στίχο του Διονυσίου Σολωμού από τον «Υμνο εις την Ελευθερία»: «Αν μισιούνται ανάμεσά τους δεν τους πρέπει ελευθεριά».







