Το στίγμα τού τι πραγματικά είναι το βιβλίο Τσίπρα δόθηκε ήδη στην προδημοσίευση της εισαγωγής του: κατέστησε απολύτως σαφές ότι δεν αφορά την όποια ιστορική αλήθεια, τη «δική του» έστω, όπως γράφει. Αφορά αποκλειστικά τη χρήση του ως εφαλτηρίου εκ νέου διεκδίκησης ηγετικού ρόλου. Είναι πολιτικό εργαλείο, όχι βιβλίο. Και το λέει ο άνθρωπος. Οπότε η αναξιοπιστία του είναι εκ προοιμίου δεδομένη. Προκύπτει άλλωστε και από τη γενική άφεση αμαρτιών που δίνει στον εαυτό του, καταδικάζοντας όλους τους άλλους – όσους βέβαια δεν του είναι αρεστοί ή χρήσιμοι σήμερα. Και, βέβαια, βγαίνει τώρα που μπορεί να επιτελέσει αυτόν τον ρόλο. Ηδη το πράττει με επιτυχία: η μνήμη χρυσόψαρου και η ακρισία λειτουργούν.
Τελικά όμως, αν και γι’ αυτούς τους λόγους δεν είμαι μεταξύ εκείνων που το έκαναν εκδοτική επιτυχία λόγω των προαναφερθέντων, ίσως όντως πρέπει να το διαβάσει κανείς, υπό άλλο πρίσμα. Αυτό, φάνηκε από ακόλουθες προδημοσιεύσεις, ιδίως εκείνη που αναφέρει ότι την ώρα που έπαιζε μια χώρα στα ζάρια… σφύριζε Τσιτσάνη – κάτι δύσκολο να το επεξεργαστεί κανείς σε όλο του το βάθος.
Κάτι άλλο όμως, που επισήμανε πολύ αγαπημένος φίλος του εξωτερικού, καθώς μετά τον… Τσιτσάνη έπαψα να παρακολουθώ, έχει πολύ πιο μεγάλο ενδιαφέρον: ο διάλογός του με τον ρώσο πρόεδρο Πούτιν. Οχι το αποτέλεσμα – αυτό είναι γνωστό από τότε. Ο ίδιος ο διάλογος. Πρόκειται για κατάθεση μνημειώδους σημασίας που θέτει τραγικά ερωτήματα για το πώς γράφεται η ιστορία ενός τόπου και πώς χαράσσεται το μέλλον ενός λαού. Θέτει επίσης και το ερώτημα αν ο συγγραφεύς έχει καταλάβει τι γράφει. Και ένα ακόμα, «αμλετικής» φύσης: τελικά, τι είναι χειρότερο; Να έχει, ή να μην έχει; Γράφει λοιπόν, μεταξύ πολλών για το θέμα, όλων αποκαλυπτικών:
«Ηθελα λοιπόν να ξέρω πού πατάω. Να μου πει καθαρά ποια ήταν η θέση της Ρωσίας. Και ποια θα ήταν αν, παρά τις δικές μας προσπάθειες, οι διαπραγματεύσεις κατέληγαν σε ναυάγιο. Η απάντησή του ήταν όχι απλώς ειλικρινής, αλλά θα έλεγα ωμή. Θα προτιμούσε, μου είπε, εκείνα τα χρήματα που ζητήσαμε να τα έδινε σε ένα ορφανοτροφείο, διότι, αν τα έδινε στην Ελλάδα, θα ήταν σαν να τα πετούσε σε έναν σκουπιδοτενεκέ. Να τα βρεις με τη Μέρκελ, μου είπε απλά και καθαρά. “Κοίταξε”, είπε, “θέλω να έχω με την Ελλάδα και ειδικά με τη δική σας Κυβέρνηση μια πολύ καλή σχέση. Αλλά την ίδια στιγμή πρέπει να σου ομολογήσω ότι και με τη Μέρκελ έχω επίσης μια πολύ καλή σχέση. Η Γερμανία είναι μια χώρα με την οποία διατηρούμε ανέκαθεν μια πολύ στενή σχέση. Εχουμε κοινά συμφέροντα. Θέλω να έχω εξαιρετικές σχέσεις με την Ελλάδα. Αλλά η Ελλάδα, δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό, ανήκει σε μια άλλη σφαίρα επιρροής”. “Εννοείς το ΝΑΤΟ;” τον διέκοψα. “Ναι, ανήκει στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Βρίσκεται στη γερμανική σφαίρα επιρροής”. Στο τέλος της συζήτησης, πιο χαλαροί, καταλήξαμε να κάνουμε αναδρομή στην Ιστορία του Ψυχρού Πολέμου, που φαίνεται πως άρεσε και στους δυο μας. “Ετσι όπως μου τα λες”, του είπα, “ισχύει ακόμη η Γιάλτα;”. “Ναι, έχεις δίκιο, έτσι είναι, βεβαίως και ισχύει”».
Σύντομη «μετάφραση»: ο πρωθυπουργός της Ελλάδας πήγε στον πρόεδρο της Ρωσίας, που δεν έπρεπε να πάει, να του ζητήσει λεφτά, που δεν έπρεπε να του ζητήσει, του μίλησε σαν… «κολλητός» όταν δίπλα του ήταν ένα τίποτα και όταν εκείνος του αρνήθηκε εξευτελιστικά, δεν του έφτασε: του ζήτησε κα… μάθημα πολιτικής επιπέδου Δευτέρας Γυμνασίου. Και το πήρε. Ούτε αυτό το κατάλαβε.
Δηλαδή, ευτυχώς που… ισχύει η Γιάλτα. Αλλιώς ο Πούτιν, που ήδη είχε πάρει την Κριμαία, με αυτό που βρήκε μπροστά του δύσκολα θα άντεχε στον πειρασμό να μην… πάρει και την Ελλάδα.







