Οι διαδοχικές τοποθετήσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για τα «σύνορα της καρδιάς» συγκροτούν μία συνεκτική ιδεολογική αφήγηση, η οποία υπερβαίνει τον χαρακτήρα της συγκυριακής ρητορικής και εγγράφεται σ’ ένα σταθερό πρότυπο αναθεωρητικής στρατηγικής κουλτούρας. Ηδη από το 2016 ο τούρκος πρόεδρος υπογράμμιζε ότι «η Τουρκία δεν θα περιμένει παθητικά τις απειλές, αλλά θα τις χτυπά εκεί όπου συγκεντρώνονται», μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους από την άμυνα εντός συνόρων στην προληπτική προβολή ισχύος πέραν αυτών. Το 2022, η λογική αυτή αποκτά σαφέστερο ιδεολογικό περίβλημα, όταν δηλώνει πως «η Τουρκία δεν είναι μόνο μια χώρα που αποτελείται από τα σύνορα που εμφανίζονται στους χάρτες… τα σύνορα της καρδιάς μας εκτείνονται σε τρεις ηπείρους και επτά εποχές». Το 2025, η ίδια γραμμή αποκτά ακόμη πιο συγκεκριμένη γεωγραφική αναφορά, καθώς επικαλείται τραγούδια και μνήμες από «τη Θεσσαλονίκη, τα Σκόπια, το Μοναστήρι, τη Μοσούλη και το Κιρκούκ», υποστηρίζοντας ότι δεν μπορούν να τεθούν όρια «στη γεωγραφία της καρδιάς» ενός «ιερού λαού».

Από τη σκοπιά της θεωρίας των διεθνών σχέσεων, οι διατυπώσεις αυτές παραπέμπουν σε κράτος με σαφώς αναθεωρητική ταυτότητα. Δρώντες που επιδιώκουν περιφερειακή ηγεμονία τείνουν να διευρύνουν σταδιακά τον κύκλο των «ζωτικών συμφερόντων» τους, συνδέοντας την εθνική ασφάλεια με την έκβαση συγκρούσεων σε πολλαπλά υποσυστήματα. Οταν ο Ερντογάν υποστηρίζει ότι η ασφάλεια της Συρίας, του Ιράκ, της Παλαιστίνης, του Αζερμπαϊτζάν, της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» και της Ουκρανίας είναι «άμεσα συνδεδεμένη» με την ασφάλεια της Τουρκίας, διαμορφώνει μία διευρυμένη σφαίρα στρατηγικής εγγύτητας, όπου η Αγκυρα αξιώνει δικαίωμα παρέμβασης ως de facto εγγυήτρια δύναμη.

Παράλληλα, η συστηματική επίκληση μνήμης, τραγουδιών και οθωμανικών αναφορών συγκροτεί μία «συγκινησιακή γεωγραφία». Τα μέρη που κατονομάζονται δεν αντιμετωπίζονται ως απλοί εξωτερικοί χώροι, αλλά ως τμήματα μιας φαντασιακής ιστορικής κοινότητας, την οποία η Τουρκία οφείλει να προστατεύσει. Η πρακτική αυτή συνιστά μορφή ήπιας επικυριαρχίας⸱ χωρίς ρητή διεκδίκηση αλλαγής συνόρων, προλειαίνεται το έδαφος για πολιτική, οικονομική ή και στρατιωτική διείσδυση στο όνομα της «ευθύνης» έναντι ομογενών και «καταπιεσμένων».

Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η διασύνδεση της εν λόγω στρατηγικής με την εσωτερική κοινωνικοοικονομική προοπτική της Άγκυρας. Οταν ο τούρκος πρόεδρος διακηρύσσει πως, εάν οι επόμενες γενιές δεν υπερασπιστούν και δεν επεκτείνουν τη «μεγάλη Τουρκία», «δεν θα μπορέσουμε να φέρουμε τον αιώνα της Τουρκίας, δεν θα μπορέσουμε να αυξήσουμε το φαγητό στο τραπέζι», αναβαθμίζει τον αναθεωρητισμό σε συλλογικό εθνικό καθήκον. Συνολικά, το δόγμα των «συνόρων της καρδιάς» λειτουργεί ως ιδεολογικός πυρήνας μιας στρατηγικής που επιχειρεί να μετατρέψει την πολιτισμική και συναισθηματική επικράτεια σε απτό γεωπολιτικό κεκτημένο.

Ως εκ τούτου, για την Ελλάδα και την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας, η υποβάθμιση της τουρκικής ρητορικής αποτελεί στρατηγική αυταπάτη· απαιτείται συστηματική ανάλυση της ιδεολογικής της λειτουργίας και της διασύνδεσής της με τις αναθεωρητικές τουρκικές αξιώσεις ισχύος για τη διαμόρφωση αποτελεσματικών πολιτικών αποτροπής.

Ο Διονύσης Τσιριγώτης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς