Το πρώτο και εξαιρετικά σημαντικό γεγονός είναι ότι «Το τέλος του παιχνιδιού» του Σάμιουελ Μπέκετ παίζεται φέτος στο θέατρο, επιτρέποντας στο κοινό να (ξανά) δει ένα από τα σημαντικότερα έργα του 20ού αιώνα. Μετά και το περσινό, εξαιρετικό, ανέβασμα του «Περιμένοντας τον Γκοντό» (από τον Θωμά Μοσχόπουλο στο Πόρτα) το σύμπαν του νομπελίστα ιρλανδού συγγραφέα ξεδιπλώνεται ενώπιόν μας. Και ο Μπέκετ έχει έναν αμείλικτο και συνάμα τόσο τρυφερό τρόπο να μας παρουσιάζει τον κόσμο γύρω μας και μέσα μας.

Η παράσταση στη σκηνή του Ιλίσια διαθέτει όλα τα στοιχεία που αναδεικνύουν το έργο το οποίο, γραμμένο πριν από σχεδόν εβδομήντα χρόνια (1957), παραμένει εκκωφαντικά σύγχρονο. Με πρώτη τη μετάφραση: ο Κωστής Σκαλιόρας έχει παραδώσει ένα κείμενο καθαρό και βαθύ, αποτυπώνοντας με σπάνια διαύγεια το πνεύμα και τις λέξεις του Μπέκετ. Ενα κείμενο που μοιάζει να γράφτηκε όχι χθες, ούτε καν σήμερα, αλλά αύριο.

Μέσα σε ένα περιβάλλον κλειστό, αποπνικτικό, έναν χώρο-καταφύγιο κάπου στο πουθενά, τέσσερα πρόσωπα, το καθένα με τις δικές του ιδιορρυθμίες, συγκροτούν τα δύο ζευγάρια του έργου. Είναι ο Χαμ και ο Κλοβ, ο Ναγκ και η Νελ – οι γονείς του Χαμ. Ανάμεσα στους δύο πρώτους, λειτουργεί μια σχέση, φαινομενικά τουλάχιστον, εξουσίας. Ο Χαμ, καθισμένος σε μια (αναπηρική) καρέκλα, με μάτια που όταν δακρύζουν βγάζουν αίμα καθώς είναι κρυμμένα πίσω από δύο περίεργα γυαλιά, είναι ο «βασιλιάς» – σαν να ξέμεινε από μια παρτίδα σκάκι (όπου παραπέμπει και ο πρωτότυπος τίτλος του έργου «Fin de partie» ή «Endgame»). Ο Κλοβ θα μπορούσε να είναι ο υπηρέτης του, καθώς τον προσέχει, τον περιποιείται, τον ενημερώνει, τον κρατάει σε επαφή με το περιβάλλον αλλά και δεν τον αντέχει. Ετσι κι αλλιώς στο «Τέλος του παιχνιδιού» οι ήρωες βρίσκονται σε ένα όριο, όριο ζωής, αντοχής, ελπίδας ή και πέρα από αυτό. Αλλά συνεχίζουν. Αυτή η σχέση εξάρτησης ωστόσο συχνά-πυκνά αντιστρέφεται. Είναι αυτά τα υπέροχα ζευγάρια του Μπέκετ που αναζητούν απεγνωσμένα την επικοινωνία και αλληλοσυμπληρώνονται.

Οσο για τον Ναγκ και τη Νελ, χωμένοι μέσα σε κάδους σκουπιδιών, χωρίς πόδια πια, εκφράζουν με τον πιο αδυσώπητο τρόπο το ανθρώπινο δράμα.

Η παράσταση

Διατηρώντας (σε μεγάλο βαθμό) τις σκηνοθετικές οδηγίες του Μπέκετ, ο Μάκης Παπαδημητρίου έφτιαξε μια παράσταση με τα αυθεντικά υλικά του έργου. Εστιάζει στο «παράλογο», αναδεικνύει τις σιωπές, δίνει έμφαση στον σαρκασμό και αναδεικνύει τη σουρεαλιστική διάσταση. Φωτίζει την άβυσσο την ανθρώπινης ύπαρξης, την αγωνία και την αναζήτηση επικοινωνίας, χωρίς όμως να φτάσει στο σημείο να αγγίξει την υπόγεια πνευματική διάσταση της συνθήκης. Ο ίδιος στον ρόλο του Χαμ μοιάζει εγκλωβισμένος στην ακινησία του ήρωά του, κι αυτό στερεί από τον ηθοποιό Παπαδημητρίου τη μεταφυσική διάσταση του ήρωά του. Και ίσως αυτή η έλλειψη γίνεται εντονότερη με την ερμηνεία του Γιώργου Χρυσοστόμου: είναι ένας Κλοβ σπάνιας ποιότητας, βαθιάς ενσυναίσθησης, ένας Κλοβ καλοδουλεμένος σε κάθε του πτυχή και λεπτομέρεια. Απ’ την όψη ως το βλέμμα, απ’ την κίνηση ως τον τρόπο που εκφράζει τις λέξεις, ο Χρυσοστόμου καταθέτει μια απ’ τις καλύτερες ερμηνείες του (αν και έχει πολλές) και μαζί έναν Κλοβ που (διόλου απίθανο) να άρεσε στον Μπέκετ.

Ο Δημήτρης Ντάσκας – Ναγκ και η Φραγκίσκη Μουστάκη – Νελ εντάσσονται επί της ουσίας σε αυτό το εξαιρετικά ενδιαφέρον, αφόρητα σημερινό, θεατρικό εγχείρημα.

Χρέος…

Του το χρωστάμε: Τη γνωριμία μας με τη Σάρα Κέιν και το «Cleansed» («Καθαροί πια») τη χρωστάμε στον Λευτέρη Βογιατζή. Ηταν το 2001 όταν μας τη σύστησε ουσιαστικά μέσα από εκείνη την κλασική πλέον παράσταση στο θέατρο Ροές. Μας σόκαρε και μας γοήτευσε, μας συνεπήρε και μας ταρακούνησε…

Είκοσι πέντε χρόνια μετά, το έργο επιστρέφει μέσα απ’ την παράσταση του Δημήτρη Καραντζά στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (αρχές Δεκεμβρίου). Και ίσως είναι μια καλή ευκαιρία να θυμηθούμε το έργο μέσα απ’ τα λόγια του Λευτέρη Βογιατζή («Το Βήμα», 2001) – για μας που το είχαμε δει και για εκείνους που θα το δουν τώρα για πρώτη φορά…

«Γραμμένο με θεατρική σαφήνεια, πυκνό και ιδιαίτερο το “Καθαροί πια” είναι ένα έργο που με άλλαξε, όπως άλλαξε και όλους μας. Θα το χαρακτήριζα σαφές μέσα στην υπαρκτότητά του αλλά και ασαφές, καθώς αποδίδει την ασάφεια των κινήτρων όλων των καταστάσεων, των συναισθημάτων, των ενοχών, της βίας.

»Οπως στους μεγάλους κλασικούς, η γλώσσα της Σάρα Κέιν δημιουργεί ένα ολόκληρο γλωσσικό σύμπαν, κι ας είναι την ίδια στιγμή πολύ φτωχή, με φράσεις κλισέ, μικρές, σαν τίτλους τραγουδιών. Αυτό δυσκόλεψε τη βαθύτερη επικοινωνία μας. Ταυτόχρονα διατηρεί μια καθημερινότητα, κι αυτό μας μπέρδευε ακόμη περισσότερο. Και όμως είναι σαν το πραγματικό νόημα να βρίσκεται εκεί, δυνατό, ποιητικό και μεταφορικό, με δεδομένη την αντίφαση. Εκεί που νομίζεις ότι κάτι κατάφερες, δεν έχεις καταφέρει τίποτε. Θέλει μια ακροβατική ισορροπία ανάμεσα στο τίποτε και στο παν.

»Δεν πρόκειται για ψυχολογικό έργο. Είναι συμβολικό, μεταφορικό, ποιητικό. Διατηρεί στοιχεία ρεαλιστικά της καθημερινότητας, τα οποία όμως μόνα τους μεταπλάθονται συνέχεια και ακαριαία, σαν μια ζύμη που αλλάζει μορφές. Είναι ένας τρόπος να δεις σε βάθος τον εαυτό σου, σαν να είναι πολλά κομμάτια. Είχαμε απ’ την αρχή την αίσθηση ότι όλα τα πρόσωπα μεταβάλλονται σε ένα πρόσωπο. Υπάρχει η έννοια της ανακύκλωσης. Πολλή ενέργεια, ζόφος, απελπισία, χιούμορ, όχι όμως για να σκας στα γέλια. Και μια τρομερή τρυφερότητα και αγάπη. Οπως λέει και η ίδια είναι ένα έργο για την αγάπη. Κι ας συμβαίνουν φρικτά και ακραία πράγματα μέσα. Διαθέτει τρυφερότητα και μια αθωότητα που έχει να κάνει με τη συνείδηση στοιχείων που ενυπάρχουν με την ανθρώπινη φύση και την ανάγκη για επικοινωνία. Κι ας υπεισέρχεται η βία, μια βία βαθιά ριζωμένη με την ύπαρξή μας».