Από τη διατλαντική σύνοδο για την ενέργεια στην Αθήνα ως την ανακοίνωση του αμερικανικού (ή αμερικανορωσικού) σχεδίου για την Ουκρανία δεν μεσολάβησαν ούτε καν 15 ημέρες. Δεν πρόλαβαν να αποτυπωθούν στις δημοσκοπήσεις οι θετικές εντυπώσεις από τις νέες ενεργειακές συμφωνίες και τη βιαστική πολιτική τους μετάφραση – «η Αμερική ψήφισε Ελλάδα», «η πολιτική μας δικαιώθηκε», «το LNG και ο κάθετος διάδρομος ανοίγουν ομπρέλα προστασίας πάνω από τη χώρα» – και ήρθαν τα 28 σημεία του «ειρηνευτικού» σχεδίου να μας προσγειώσουν απότομα σ’ έναν κόσμο κυνισμού και αβεβαιότητας. Από την ευφορία και τους πανηγυρισμούς μεταπέσαμε στην αγωνία και την ανασφάλεια.

Πριν από μία εβδομάδα ακόμη, όταν ο Ζελένσκι περνούσε την πόρτα του Μαξίμου, η χώρα έπλεε σε πελάγη αισιοδοξίας. Η Ουάσιγκτον – σύμφωνα με το κυρίαρχο αφήγημα – στην επιδίωξή της να πιέσει τη Ρωσία, να αποκλείσει το ρωσικό φυσικό αέριο από την ευρωπαϊκή αγορά και να επιβάλει ως εναλλακτική το αμερικανικό LNG, είχε επιλέξει την Ελλάδα ως πύλη εισόδου, αφετηρία μιας νέας ενεργειακής διαδρομής και προορισμό μεγάλων επενδύσεων στις υποδομές της. Και κάπως έτσι, με κλειδωμένη την ασφάλεια και την ευημερία μας, το μόνο ανοιχτό πολιτικό στοίχημα ήταν ποιος υπουργός θα αποκτήσει τη μεγαλύτερη συλλογή χαμογελαστών φωτογραφιών στο πλευρό της αμερικανίδας πρέσβειρας ώστε να τη χρησιμοποίησει ως εισιτήριο σε μια κούρσα διαδοχής.

Αιωρείτο, βέβαια, μια βέβηλη απορία. Πώς θα αλλάξουν οι ισορροπίες, αν (ή όταν) ο πόλεμος στην Ουκρανία οδηγηθεί σε ένα κάποιο τέλος; Οταν ο Πούτιν γίνει και πάλι αποδεκτός εταίρος και το εμπάργκο στους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους αρθεί (με κάποια ανταλλάγματα για τα αμερικανικά οικονομικά συμφέροντα); Αλλά για ένα τέτοιο ερώτημα δεν υπήρχε χώρος στην ατμόσφαιρα του ενθουσιασμού. Τώρα πια κανείς δεν μπορεί να το αποφύγει.

Η διαδικασία της διαπραγμάτευσης, βέβαια, έχει δρόμο μπροστά της. Το σχέδιο των 28 σημείων είναι βέβαιο ότι θα υποστεί αλλαγές, ίσως να υπάρχει ακόμη χώρος για απελπισμένους ελιγμούς από την πλευρά του Κιέβου και για παρακλητική διπλωματία από την πλευρά των Ευρωπαίων, ίσως και της Μόσχας η αποδοχή του σχεδίου να μην είναι τελεσίδικη, να είναι απλώς μια στάση στην περιπέτεια που ξεκίνησε πριν από 45 μήνες. Αλλά και μόνον η δημοσίευση του σχεδίου είναι ένας σταθμός δίχως επιστροφή.

Δεν είναι μόνον οι όροι της συμφωνίας που της δίνουν χαρακτήρα τελεσιγράφου συνθηκολόγησης. Είναι κυρίως το γεγονός ότι οι συνοδευτικές εγγυήσεις ασφαλείας που προσφέρει η Ουάσιγκτον αντιμετωπίζονται ως άνευ σημασίας. Κανείς από τους ενδιαφερόμενους, η Μόσχα λιγότερο από όλους, δεν τις παίρνει τοις μετρητοίς. Και όλοι καταλαβαίνουν ότι το στρατηγικό παιχνίδι παίζεται πια με κανόνες πολύ διαφορετικούς από εκείνους που γνώρισε ο μεταπολεμικός, ατλαντικός κόσμος. Και στο παιχνίδι αυτό, για την Ευρώπη προβλέπεται μόνο μια καλή, με ανεμπόδιστη ορατότητα, θέση θεατή.

Ακόμη κι αν το σχέδιο αλλάξει, λοιπόν, ακόμη κι αν αποσυρθεί εντελώς από το τραπέζι, οι πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης θα είναι αδύνατο να ξεχάσουν την εμπειρία της ανάγνωσής του. Γιατί αποκλείεται να έχει διαβάσει κανείς σε κάποια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα τους όρους αυτού του σχεδίου, το οποίο οι Ευρωπαίοι πληροφορήθηκαν αιφνιδιασμένοι από τα καλά ενημερωμένα αμερικανικά Μέσα, χωρίς να νιώσει ένα ρυάκι κρύου ιδρώτα στην πλάτη του. Και θα ήταν πολύ επιπόλαιο να πιστέψει κανείς ότι η ψυχρολουσία αυτή δεν αφορά στο ακέραιο (αν όχι στο πολλαπλάσιο) μια χώρα σαν την Ελλάδα.

Αυτά όλα δεν μηδενίζουν, βέβαια, τη σημασία των ενεργειακών σχεδίων που πανηγυρικά ανακοινώθηκαν στην Αθήνα. Το ενδιαφέρον της Αμερικής του Τραμπ για την ανατολική Μεσόγειο, τους νέους δρόμους της ενέργειας και τον έλεγχό τους παραμένει δεδομένο. Ο ρόλος της Αλεξανδρούπολης, η σχέση Ισραήλ, Κύπρου και Ελλάδας, ακόμη και το μακροπρόθεσμο σχέδιο της ενεργειακής σύνδεσης με την Ινδία, είναι όλα πραγματικά δεδομένα. Μα η βεβιασμένη και απλοϊκή μετάφρασή τους με όρους γεωπολιτικής και ασφάλειας, όπως επιχειρήθηκε αρχικά, είναι προφανές ότι προϋποθέτει έναν βαθμό αφέλειας που σε αυτή τη νέα εποχή του απροσχημάτιστου κυνισμού δεν επιτρέπεται.