Τα τελευταία πολλά χρόνια, πλάι στους κλασικούς δείκτες, ευρωπαϊκούς και ελληνικούς, έχουν προστεθεί και άλλοι, πιο διασταλτικοί ως προς τα ερωτήματά τους, αλλά και ενδιαφέροντες ως προς τις τάσεις που καταγράφουν. Ενας τέτοιος είναι ο δείκτης υποκειμενικής φτώχειας που, όπως η Eurostat αναφέρει, δεν οριοθετείται απλώς στο εισόδημα του πολίτη αλλά στο πώς τα νοικοκυριά απαντούν για το αν μπορούν να ανταποκριθούν στις βασικές τους ανάγκες.
Με αυτό ως δεδομένο και με τα στοιχεία της Eurostat για το 2024 ως περίγραμμα, στη χώρα μας το 66,8% των πολιτών – ποσοστό τετραπλάσιο σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρώπης – ισχυρίζεται πως δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα. Δύο στους τρεις Ελληνες δηλώνουν πως έχουν εισόδημα αναντίστοιχο με την καθημερινή τους διαβίωση. Η πρωτιά μας στην υποκειμενική φτώχεια είναι ένα καμπανάκι που πρέπει να χτυπήσει, παρότι, όπως προαναφέραμε, το φάσμα των απαντήσεων είναι ευρύ και δυνητικά μόνο καταγράφει την πραγματικότητα, ενώ εμπεριέχει και αξιολογικούς όρους που είναι κάτι διαφορετικό από την απλή αποτύπωση της κατανομής του εισοδήματος.
Η πίεση στα νοικοκυριά είναι υπαρκτή και κατανέμεται κυρίως σε γυναίκες, σε πολίτες άνω των 65 ετών και σε μεσαίους που καταγράφουν χαμηλούς όρους ανθεκτικότητας. Τα ευρήματα οφείλουν να σηματοδοτήσουν καλύτερα και ταχύτερα βήματα σύγκλισης της χώρας μας με τα μεροκάματα, τα εισοδήματα και τις υπηρεσίες της αναπτυγμένης Δύσης. Το θέμα της επισφάλειας εφάπτεται με το περιβάλλον της καθημερινότητας και τις δικλίδες αντοχής των νοικοκυριών.







