Οι περισσότεροι θα το έχετε ήδη διαβάσει αλλού, δεν πειράζει όμως αν το επαναλάβουμε ακόμη μία φορά, καθότι repetitio mater studiorum est! Είναι ο Αλέξης Τσίπρας και αφηγείται τη σύγκρουσή του με τον Ντόναλντ Τουσκ, όταν ως πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου είπε το περίφημο «the game is over», για το κρυφτούλι που έπαιζε η πρώτη φορά Αριστερά στις διαπραγματεύσεις:

«Ηταν μία από τις στιγμές που ένιωσα την οργή να με κυριεύει. Ποιος νόμιζε ότι ήταν και από πού αντλούσε το θράσος να περιγράφει ως παιχνίδι το δράμα ενός ολόκληρου λαού; Σκέφτηκα, όχι μόνο ως πολιτικός, αλλά και ως απλός Ελληνας, ότι η πατρίδα μου, με όλα της τα λάθη, δεν ύψωσε ποτέ το δάχτυλο σε καμία ευρωπαϊκή χώρα. Και εγώ προσωπικά εκπροσωπούσα έναν λαό μιας χώρας, που κάποτε είχε ψηφίσει υπέρ της ένταξης της δικής του χώρας της Πολωνίας, στην ΕΕ, σε μια στιγμή που εκείνοι ζητούσαν στήριξη και αλληλεγγύη. Του απάντησα στο ύφος που άξιζε η δήλωσή του. Του είπα πως δεν είχε το δικαίωμα να αποκαλεί παιχνίδι μια διαπραγμάτευση από την οποία κρεμόταν η ζωή ενός ολόκληρου λαού. “Αυτό δεν είναι παιχνίδι. Μια ολόκληρη χώρα κρέμεται από μια κλωστή”, του είπα, ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής μου».

Τρεις παρατηρήσεις για αυτές τις 140 λέξεις. Η πρώτη. Το παιχνίδι, τη λήξη του οποίου ανήγγειλε ο Τουσκ με την επίμαχη δήλωση, δεν αφορούσε το δράμα του λαού, αλλά της κυβέρνησής του, που δεν καταλάβαινε τι της γινόταν, με τον κωμικοτραγικό Βαρουφάκη επικεφαλής των διαπραγματεύσεων. Το παιχνίδι ήταν η δική τους επιπολαιότητα και ασχετοσύνη, που νόμιζαν ότι με την κωλυσιεργία στριμώχνουν την Ευρώπη στη γωνία, ενώ στην πραγματικότητα ήταν η χώρα που μόνη της στριμωχνόταν στη γωνία, εξαιτίας της ανοησίας των τότε κυβερνώντων. Εμείς δεν τα ξεχάσαμε. Ο Τσίπρας, όμως, τι λόγο έχει να τα θυμίζει; Η δεύτερη. Η πατρίδα μας, λέει ο Τσίπρας, δεν ύψωσε ποτέ το δάχτυλο σε καμία ευρωπαϊκή χώρα. Σοβαρά; Και τότε η φασαρία με τη Βόρεια Μακεδονία, που κράτησε δεκαετίες, τι ήταν; Οπωσδήποτε ήταν κάτι πολύ χειρότερο από ένα υψωμένο δάχτυλο. Η τρίτη παρατήρηση, τέλος, αφορά την αθωότητα με την οποία ο Τσίπρας εκφράζει τη βαλκανική αντίληψη της συναλλακτικής ηθικής στις διπλωματικές σχέσεις: σου έδωσα, άρα μου χρωστάς. Λες και πρόκειται για αλισβερίσι σε δεκαπενταμελές και όχι σε νομισματική ένωση. Αυτή είναι όμως η εντύπωση που αφήνει το συγκεκριμένο απόσπασμα, όπως και τα άλλα που δόθηκαν στη δημοσιότητα: ο κνίτης του δεκαπενταμελούς που προσγειώνεται ξαφνικά στην πραγματικότητα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Να ρωτήσω, λοιπόν, συμφέρει τον συγγραφέα του βιβλίου η εντύπωση του εκτός πραγματικότητας φουκαρά, που τρώει τις σφαλιάρες και στο τέλος θα υποχρεωθεί να συνθηκολογήσει; Δεν υπάρχει ηρωισμός στην περιγραφή του· κακομοιριά υπάρχει. Ενδεχομένως να προκαλεί τη συμπάθεια, που πάντα νιώθουμε για κάτι αξιολύπητο, εκτίμηση όμως σε καμία περίπτωση δεν προκαλεί. Επομένως, γιατί το βγάζει; Γιατί αναξέει πληγές, που τον συμφέρει να μένουν κλειστές; Το βιβλίο του Αλέξη Τσίπρα, λογικά, θα έπρεπε να έχει ως στρατηγικό στόχο να πλήξει το βασικό πλεονέκτημα του Μητσοτάκη. Ποιο είναι αυτό; Οτι είχε προηγηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, που κόντεψε να ρίξει τη χώρα στον γκρεμό με τον ασύλληπτο ερασιτεχνισμό του. Αυτό θα έπρεπε να ήταν ο κυριότερος σκοπός της έκδοσης, εφόσον ο συγγραφέας του επιδιώκει το rebranding του προϊόντος του. Δεν υπηρετείται όμως από το αφήγημα Τσίπρα, στον βαθμό τουλάχιστον που μπορούμε να κρίνουμε από τις προδημοσιεύσεις. Επαναφέρει στην επικαιρότητα όλα εκείνα που τον εκθέτουν για τις ελλείψεις και τα κενά του. Πώς εξηγείται λοιπόν ότι δεν το αντιλαμβάνεται; Πού πας, Καραμήτρο;

Η εξήγηση είναι ότι ο Τσίπρας παραμένει πάντα Καραμήτρος. Δεν άλλαξε, γιατί δεν γίνεται να αλλάξει. Τα όσα έζησε έριξαν πάνω του μπόλικη άχνη ζάχαρη, αλλά ο κουραμπιές από κάτω είναι αθλίας ποιότητας. Για τους λόγους αυτούς, με την άδειά σας, θα δώσω τον δικό μου τίτλο στο βιβλίο του Αλέξη και θα το λέω «Απομνημονεύματα Καραμήτρου», γιατί αυτό είναι τελικά. Θα το διαβάσω με ενδιαφέρον, όταν βγει σε εικονογραφημένο…