Περιπλανώμενος ανάμεσα στα νέα εντυπωσιακά κτίρια και τους ουρανοξύστες του Λονδίνου, ικανοποιώντας τις αρχιτεκτονικές μου αναζητήσεις, καθώς και στις ενδιαφέρουσες εκθέσεις, αυτό που τελικά μου έμεινε αυτή τη φορά είναι η συναρπαστική διαδρομή μιας ατρόμητης Αμερικανίδας, της Lee Miller, για την οποία η «Chicago Tribune» το 1933 έγραψε ότι «τόσο μοντέρνα ήταν η άποψή της όσο ο ουρανοξύστης της επόμενης χρονιάς». Βρέθηκα λοιπόν στην Tate Britain, στις αίθουσες της έκθεσης με τίτλο «Lee Miller», και κατέγραψα τη διαδρομή μιας γυναίκας που υπήρξε μια πολυσχιδής προσωπικότητα, αντισυμβατική και τολμηρή, που η ζωή της έγινε πρόσφατα ταινία με πρωταγωνίστρια την Kate Winslet, εστιάζοντας στη δεκαετία του 1940.
Γεννημένη στη Νέα Υόρκη το 1915, πόζαρε από μικρή στον ερασιτέχνη φωτογράφο πατέρα της. Στη συνέχεια εργάζεται ως μοντέλο, σπουδάζοντας παράλληλα ζωγραφική και το 1927 εμφανίστηκε στα εξώφυλλα της βρετανικής και αμερικανικής «Vogue», οπότε και έγινε ένα από τα πρώτα αστέρια της.
Το 1929 μετακόμισε στο Παρίσι, μαθητεύοντας κοντά στον Man Ray, ενώ παράλληλα δημοσίευε τις πρώτες της φωτογραφίες στη «Vogue». Μαζί βίωσαν μια εκρηκτική περίοδο ρομαντικής σύνδεσης και δημιουργικής συνεργασίας, φωτογραφίζοντας ο ένας τον άλλον και πειραματιζόμενοι με νέες τεχνικές όπως το solarization, μια τεχνική όπου το αρνητικό επανεκτίθεται για λίγο ξανά στο φως, οπότε οι τόνοι της φωτογραφίας αντιστρέφονται εν μέρει, δημιουργώντας ένα ονειρικό φαινόμενο (εικ. 1). Γοητευμένοι από την ερωτική φύση του σώματος, άνοιξαν από κοινού νέους δρόμους στη φωτογραφική δημιουργία, εξερευνώντας την αγάπη, τη δύναμη και την επιθυμία. Παράλληλα η Miller δημιούργησε το δικό της στούντιο και συνδεόμενη με τους σουρεαλιστές εργάστηκε στο κέντρο της παρισινής πρωτοπορίας, καταγράφοντας στους δρόμους του Παρισιού ασυνήθιστες αντιπαραθέσεις. Γρήγορα το έργο της δημοσιεύτηκε σε πρωτεύουσες της Ευρώπης, ενώ σε ηλικία μόλις 25 ετών πραγματοποίησε την πρώτη της ατομική έκθεση στη Νέα Υόρκη.
Από το Παρίσι βρέθηκε στο Κάιρο, παντρεμένη με εύπορο αιγύπτιο επιχειρηματία, πραγματοποιώντας φωτογραφικές αποστολές, και στα τέλη της δεκαετίας του ’30 επέστρεψε στην Ευρώπη, καταγράφοντας πορτρέτα φίλων καλλιτεχνών σε ομαδικές διακοπές στην Αγγλία και τη Γαλλία.
Με το ξέσπασμα του πολέμου εφαρμόζοντας σουρεαλιστικές στρατηγικές, καθιερώθηκε ως κορυφαία φωτογράφος στη βρετανική «Vogue», και όταν το Λονδίνο βομβαρδιζόταν, συνέχισε να φωτογραφίζει δημιουργώντας εικόνες που συνδύαζαν ποίηση και παραλογισμό, καταγράφοντας με τόλμη τη ζωή σε μια πόλη που δοκιμαζόταν. Παρότι γνώρισε επιτυχία, και οι φωτογραφίες της δημοσιεύτηκαν στην έκθεση «Britain at War», στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη, ένιωθε απογοητευμένη που δεν ήταν στην πρώτη γραμμή.
Ωσπου στα τέλη του 1942 έγινε διαπιστευμένη πολεμική ανταποκρίτρια και, παρά τα εμπόδια, κατάφερε το 1944 να βρεθεί στην Απόβαση στη Νορμανδία και να καταγράψει εικόνες από την εισβολή των Συμμάχων στη Γαλλία. Τα ρεπορτάζ της τότε δημοσιευμένα στη «Vogue» συνδύαζαν την ισχυρή φωτογραφία με εκρηκτικά ζωντανά δοκίμια σε πρώτο πρόσωπο, βασισμένα στο ένστικτό της, στην προσοχή της στο απροσδόκητο και την ακλόνητη δέσμευσή της στην αλήθεια.
Τον Απρίλιο του 1945, η Miller εισήλθε στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ, και αμέσως μετά στο Νταχάου, κοντά στο Μόναχο, του οποίου οι επιζώντες μόλις είχαν απελευθερωθεί, καταγράφοντας βαθιά οδυνηρές σκηνές και από τις δύο πλευρές, πεινασμένους κρατουμένους, ξυλοκοπημένους φρουρούς και σωρούς πτωμάτων που τη σημάδεψαν για πάντα.
Στη συνέχεια βρέθηκε στο ιδιωτικό διαμέρισμα του Χίτλερ στο Μόναχο, που είχαν επιτάξει οι αμερικανικές δυνάμεις. Με μια εκπληκτική χειρονομία, η Μίλερ έστησε φωτογραφίες της ίδιας και του εβραίου συντρόφου της φωτογράφου David Scherman, να ξεπλένουν τη βρωμιά του Νταχάου στην μπανιέρα του Φύρερ, δίπλα στο πορτρέτο του (εικ. 2). Μία πράξη κάθαρσης, που παραπέμπει στις δολοφονίες τεράστιου αριθμού κρατουμένων στους θαλάμους αερίων με παραπλανητικά ντους, ακριβώς την ίδια ημέρα που σε ένα καταφύγιο του Βερολίνου, ο Χίτλερ και η νέα του σύζυγος, Εύα Μπράουν, αυτοκτονούσαν. Φωτογραφίες που έγιναν διάσημες ως ένα είδος εύστοχης οπτικής μεταφοράς για το τέλος του πολέμου.
Η Miller συνέχισε να φωτογραφίζει την ευφορία της Απελευθέρωσης αλλά και τη βαθιά απογοήτευση μιας Ευρώπης σε ερείπια. Το 1946 επέστρεψε στο Λονδίνο, αναγνωρισμένη διεθνώς, αλλά ψυχικά εξουθενωμένη. Συνέχισε να εργάζεται στη «Vogue» έως το 1953, όταν παντρεύτηκε τον καλλιτέχνη Roland Penrose και απέκτησε έναν γιο. Τα τραύματα του πολέμου όμως τη στοίχειωσαν, και σιγά σιγά εγκατέλειψε τη φωτογραφία, ισχυριζόμενη μάλιστα ότι το αρχείο της είχε χαθεί. Η πραγματική έκταση του έργου της με τα περίπου 60.000 αρνητικά, ανακαλύφθηκε στη σοφίτα του σπιτιού της μόνο μετά τον θάνατό της το 1977.







