Οταν ήμουν μικρή, σε ηλικία Δημοτικού ας πούμε, κυκλοφορούσαν δισκάκια 45 στροφών με παραμύθια τα οποία αφηγούνταν πολύ καλοί ηθοποιοί, όπως, για παράδειγμα, ο Γιάννης Φέρτης και η Ξένια Καλογεροπούλου. Τη «Χιονάτη», την «Πεντάμορφη και το τέρας», τα «Τρία κατσικάκια», τέτοια. Ηταν το καλύτερό μου. Αποστήθιζα τα λόγια και μιλούσα πάνω από τους ηθοποιούς με ανάλογο σκέρτσο, μπρίο ή φοβιστική φωνή όταν έκανα τον κακό λύκο. Αυτά που δεν μου άρεσαν και νευρίαζα με όποιον μου τα έφερνε δώρο ήταν τα 45άρια με τον Καραγκιόζη. Δεν μπορούσα να ταυτιστώ. Είχα ωστόσο κάμποσα. Τον «Καραγκιόζη φούρναρη», τον «Καραγκιόζη γιατρό», τον «Καραγκιόζη δικαστή» και άλλες εκδοχές του.
Την ίδια εποχή, ανάμεσα στα πιο αγαπημένα μου αναγνώσματα ήταν οι Πολυάννες. Μια σειρά βιβλίων γραμμένων από την Ελινορ Πόρτερ με βασική ηρωίδα την Πολυάννα που, αν και «γεννημένη» το 1913, φτουρούσε ακόμη μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1960. Επρόκειτο για ένα υπεραισιόδοξο κορίτσι που το παρακολουθούσαμε σε πολλές φάσεις της ζωής του, καθεμία και ένα βιβλίο. Ετσι είχα την «Πολυάννα και το παιχνίδι της χαράς», την «Πολυάννα μαθήτρια», την «Πολυάννα στο Χόλιγουντ», την «Πολυάννα παντρεμένη», την «Πολυάννα μαμά», την «Πολυάννα δασκάλα» και άλλες εκδοχές της.
Μετά μεγάλωσα. Τα 45άρια με τα παραμύθια κάπου ξεχάστηκαν, οι Πολυάννες κάπου φυλάχθηκαν, τελικά όλα κάπου χάθηκαν. Δεν με ενδιέφεραν εξάλλου. Προχθές το βράδυ όμως ήρθαν και με βρήκαν στο δόξα πατρί της μνήμης. Μαζί με δύο ταινίες από τη δεκαετία του 1990. Η μία είναι του 1996, έχει τίτλο «Ο πολλαπλός εαυτός μου», σκηνοθέτη τον Χάρολντ Ράμις και πρωταγωνιστή τον Μάικλ Κίτον που υποδύεται έναν μηχανικό ο οποίος, προκειμένου να αντεπεξέλθει στις πολλές υποχρεώσεις του, μπαίνει στον πειρασμό να κλωνοποιηθεί και από ένας να γίνει τέσσερις. Δεν πρόκειται για κάποια σπουδαία ταινία και σίγουρα όχι τόσο καλή όσο το «Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς» του 1999, σε σκηνοθεσία Σπάικ Τζόνζε, όπου ύστερα από μια σειρά σουρεαλιστικών καταστάσεων ο Μάλκοβιτς ξυπνάει σε έναν κόσμο όπου όλοι είναι σαν αυτόν.
Γιατί τα σκεφτόμουν αυτά; Διότι ήρθε η Ζωή Κωνσταντοπούλου και έστειλε για ύπνο τον Καραγκιόζη, για βρούβες την Πολυάννα και τον Μάλκοβιτς να ρουφήξει το αβγό του. Στην παρουσίαση του προγράμματός της έδωσε μια νέα διάσταση στην έννοια του Homo Universalis που θα έκανε τον Ντα Βίντσι να κοκκινίσει από την ντροπή του. Εμφανίστηκε στη γιγαντοοθόνη γιατρός, λιμενικός, αξιωματικός, κάου γκερλ, αθλητής, μηχανοδηγός, υδραυλικός, ως Μαρία Κίτσου στο «Να με λες μαμά», ως Κάτια Δανδουλάκη στη «Λάμψη», ως Αντζελα Γκερέκου στη «Γη της Ελιάς», ως πρωθιέρεια, ως άντρας, ως παιδί, με μπλε ταγέρ, με μαύρο ταγέρ, ως κάτι άλλα που δεν κατάλαβα.
Η γυναίκα έσπασε τα κοντέρ. Δεν ξέρω ποια ακριβώς, αλλά τα έσπασε. Ακριβώς όπως το είχε πει το βράδυ των δεύτερων εκλογών του 2023. «Εγώ κάνω για 100 βουλευτές». Αρα για 100 ανθρώπους. Και όσο κι αν μου είναι κάπως δύσκολο να το επεξεργαστώ, μήπως έχει περισσότερο χιούμορ απ’ όσο φαίνεται; Μήπως μας τρολάρει; Μήπως μας κάνει πλάκα κι εμείς τσιμπάμε; Μήπως, κατά βάθος, ήθελε να κάνει stand up comedy; Πάντως, σίγουρα, διέγραψε τόσο εμφατικά η ίδια την τιμή της, έτσι ώστε ουδείς μπορεί να την υποτιμήσει.
Λίγοι «Ντα Βίντσι» ακόμη
Και καλά η Ζωή Κωνσταντοπούλου να θεωρεί εαυτήν Homo Universalis. Διάβαζα σε έντυπο, από αυτά που θεωρούν ότι η πραγματικότητα κινείται μεταξύ Κουκακίου, Κολωνακίου και Παγκρατάρας και εξαντλείται στους 100 γνωστούς τους, για έναν κύριο που σχεδιάζει πορτατίφ και άλλα διακοσμητικά αντικείμενα (ωραία, δεν λέω) ότι είναι Homo Universalis. Και είπα «άλλο κακό να μη με βρει». Διότι, αν εξαιρέσουμε τη Ζωή, ο κορυφαίος Homo Universalis των ημερών μας είναι ο παπάς, ινφλουένσερ, μοντέλο, τικτόκερ, σεφ και κατηγορούμενος για εμπορία ναρκωτικών.







