Ξέρω ότι η μεγάλη εικόνα είναι καλή. Οι ενεργειακές συμφωνίες που επιτεύχθηκαν τις τελευταίες ημέρες είναι τεράστια επιτυχία της Ελλάδας. Αλλά, δυστυχώς, στο εσωτερικό, το υπόστρωμα των πανηγυρισμών και της αυτοπεποίθησης είναι υπονομευμένο. Οχι από την αντιπολίτευση, υπαρκτή και αναδυόμενη. Ούτε καν από όσους επένδυσαν στη συνωμοσιολογία των Τεμπών. Αναμενόμενη είναι ακόμα και η γκρίνια των αγροτών και, πάντως, πολιτικά διαχειρίσιμη.

Το υπόστρωμα της αυτοπεποίθησης είναι υπονομευμένο από μερικές δυσάρεστες όψεις της πραγματικότητας. Ουσιαστικά, από μερικά απλά πράγματα, που περίμενε κανείς να έχουν φτιάξει με κυβέρνηση ανασυγκρότησης της χώρας όπως αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αλλά δεν έχουν φτιάξει. Και τις συνέπειες τις πληρώνουν όσοι ζουν τη χαμηλή πραγματικότητα, αναγκασμένοι να τρέχουν στην πόλη για τη δουλειά τους, για τις σπουδές τους, για όσα είναι αναγκασμένοι να πράττουν.

Ενώ λοιπόν η χώρα πάει προς το καλύτερο, αυτό δεν καθρεφτίζεται στην καθημερινότητά μας. Δεν αναφέρομαι στην ακρίβεια, στους κερδοσκόπους, στα ψηλά τιμολόγια ενέργειας για τα νοικοκυριά – που κι αυτά είναι πρόβλημα. Αναφέρομαι στην πόλη και στις μετακινήσεις σε αυτή. Αναφέρομαι, δηλαδή, στις συγκοινωνίες. Ενα θέμα που το έχω κουράσει – και στο οποίο επανέρχομαι επειδή, ως καθημερινός χρήστης των συγκοινωνιών, έχω κουραστεί κι εγώ.

Δεν θα περιγράψω ακόμα μια φορά το πρόβλημα των συγκοινωνιών της πρωτεύουσας. Θα μείνω στην ουσία, αυτή που αναφέρουν οι περισσότεροι χρήστες τους: τα λεωφορεία έχουν αραιώσει και, μαζί, έχει αραιώσει και το μετρό. Το αποτέλεσμα είναι οι άνθρωποι που κυρίως έχουν ανάγκη τα μέσα μεταφοράς να καθυστερούν στον προορισμό τους, να περιμένουν στις στάσεις και να στριμώχνονται, κατόπιν, όταν επιτέλους επιβιβάζονται. Και μαζί, πολλοί, να έχουν επιστρέψει στο αυτοκίνητο για τις δουλειές στην πόλη – στο μποτιλιάρισμα, στην έλλειψη πάρκινγκ, στα νεύρα και στα πρόστιμα.

Τι σημαίνει αυτό; Χάσιμο χρόνου, συγχρωτισμός σε συνθήκες ασφυξίας, ιδρώτας, οσμές. Μια συνθήκη που προσβάλλει τον πολιτισμό μας. Γιατί συμβαίνει αυτό; Καταλαβαίνω ότι είτε δεν επαρκεί ο στόλος για τα δρομολόγια είτε δεν επαρκεί το προσωπικό. Και γιατί συμβαίνει αυτό; Εχει μαλλιάσει η γλώσσα μου να το λέω: επειδή οι επιβάτες δεν πληρώνουν. Επειδή, δηλαδή, έχει κυριαρχήσει η αίσθηση ότι είναι προοδευτικό να μην πληρώνεις πρόστιμο, να μην πληρώνεις τις κρατικές συγκοινωνίες. Επειδή, κατά έναν τρόπο, θεωρείται ότι οι λαϊκές τάξεις παίρνουν εκδίκηση από ένα κράτος που τους φορολογεί χωρίς να είναι ανταποδοτικό. Η αντίληψη αυτή κυριάρχησε τα χρόνια της χρεοκοπίας, εκφράστηκε και με το κίνημα «Δεν πληρώνω» και, μέσα σε λίγα χρόνια, έγινε κοινή συνείδηση. Οι υπουργοί συγκοινωνιών των κυβερνήσεων Μητσοτάκη δεν κατάφεραν να αλλάξουν αυτή την κοινή συνείδηση, με κανέναν τρόπο – ούτε με την πειθώ ούτε με ελέγχους, που κι αυτοί έχουν εκ νέου ατονήσει.

Εγιναν κάποιες προσπάθειες να επιβιβάζονται οι επιβάτες από την μπροστινή θύρα, αλλά καταλαβαίνω ότι τη λύση αυτή την υπονόμευσαν οι οδηγοί. Δεν λειτουργεί, ως φαίνεται, ούτε η δυνατότητα των επιβατών να πληρώνουν με τραπεζική κάρτα, για να μην ψάχνουν εισιτήριο. Οι έλεγχοι είναι πλημμελείς και αναποτελεσματικοί. Και ακόμα μια φορά, οι αρμόδιοι σαν να σήκωσαν ξανά τα χέρια.

Αποδέχτηκαν τα μειωμένα έσοδα – και συνεπώς ότι το συγκοινωνιακό έργο μάλλον επιδεινώνεται. Σαν να πετούν λευκή πετσέτα – στο κάτω κάτω, δεν τους αφορούν οι συγκοινωνίες, αυτοί δεν παίρνουν ποτέ ούτε μετρό ούτε λεωφορείο. Κακώς. Διότι αν τα ΕΛΤΑ, που επίσης καταρρέουν, εξυπηρετούν πλέον λίγους, οι συγκοινωνίες εξυπηρετούν πολλούς. Και αυτοί ψηφίζουν.

Να δώσουμε σημασία στη γλώσσα

Με αφορμή το νομοσχέδιο για τον εκσυγχρονισμό της ΕΡΤ, νομίζω ότι αξίζει να προσεχτούν δυο πράγματα.

Το ένα είναι η γλώσσα. Η δημόσια ραδιοτηλεόραση χρωστάει στους Ελληνες το υψηλό γλωσσικό αισθητήριο, που δυστυχώς συχνά δεν εξυπηρετείται ούτε στα βασικά ενημερωτικά προγράμματα. Καταλαβαίνω ότι η μεγάλη ζημιά έχει γίνει στην εκπαίδευση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα ΜΜΕ οφείλουν να αποδέχονται την κατάσταση. Αν όντως η δημόσια ραδιοτηλεόραση υπερασπίζεται την κοινή ωφέλεια, οφείλει να σταθμίσει τις υποχρεώσεις της στη γλώσσα που μιλάμε.

Το άλλο είναι το περιεχόμενο. Σε αυτόν τον τομέα, πάντα, το στοίχημα είναι δημιουργικό. Θα ήταν ωραίο το ραδιόφωνο και η τηλεόραση να ξέφευγαν από τον ανταγωνισμό στο πεδίο της κοινοτοπίας και να γίνονταν αυτόνομες κυψέλες δημιουργικότητας. Πώς το εννοώ; Κάπως σαν το Τρίτο Πρόγραμμα του Χατζιδάκι: υψηλού επιπέδου βασικές δημιουργικές ομάδες που θα λειτουργούσαν εμψυχωτικά προς επιλεγμένους συνεργάτες οι οποίοι θα παράσερναν τον κόσμο με το περιεχόμενο του έργου τους. Με την ουσία και τον μύθο που θα συνόδευε την ουσία, αναδεικνύοντάς τη. Ξέρω βέβαια ότι η δημιουργικότητα δεν αποφασίζεται με διατάγματα και νόμους. Προκύπτει. Αλλά δεν προκύπτει από το πουθενά. Απαιτεί ένα κλίμα, έναν συνδυασμό ελευθερίας και ουσίας. Αν υπάρχει βούληση κι αν είμαστε τυχεροί.