Με τον ΟΗΕ να αναφέρει ότι η ανθρωπότητα έχει ήδη χάσει την ευκαιρία να παραμείνει εντός του ορίου του 1,5 °C, η επερχόμενη διάσκεψη του κλίματος COP30 στο Μπελέμ της Βραζιλίας αποκτά χαρακτήρα ύστατης προειδοποίησης. Δέκα χρόνια μετά τη Συμφωνία του Παρισιού, η παγκόσμια κοινότητα επιστρέφει σε έναν από τους πνεύμονες του πλανήτη για να δοκιμάσει τις αντοχές της απέναντι στην κλιματική αλλαγή. Η διάσκεψη, έτσι, καλείται να περάσει από τις υποσχέσεις στην πράξη, με έμφαση στην κλιματική δικαιοσύνη και την κοινωνική συνοχή.

Τα τελευταία χρόνια, οι αντίστοιχες διασκέψεις κινήθηκαν μεταξύ προόδου και απογοήτευσης. Στη Γλασκώβη επανεπιβεβαιώθηκε ο στόχος συγκράτησης της αύξησης της θερμοκρασίας στον 1,5 °C και δρομολογήθηκε η σταδιακή απεξάρτηση από τον άνθρακα. Στο Σαρμ ελ Σέιχ θεσπίστηκε Ταμείο Απωλειών και Ζημιών για τις πλέον ευάλωτες χώρες, ενώ στο Ντουμπάι ολοκληρώθηκε η πρώτη παγκόσμια αποτίμηση προόδου (global stocktake), η οποία κατέδειξε ότι η πορεία προς το Παρίσι παραμένει εκτός τροχιάς. Στο Μπακού, πέρυσι, οι διαπραγματεύσεις επικεντρώθηκαν κυρίως στη χρηματοδότηση, οδηγώντας σε αύξηση του παγκόσμιου στόχου από τα 100 στα 300 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για το προαναφερθέν Ταμείο, χωρίς, ωστόσο, σαφή μηχανισμό υλοποίησης. Οι αποφάσεις και το πλαίσιο, λοιπόν, υπάρχουν, αλλά η εφαρμογή τους παραμένει αδύναμη.

Η φετινή διάσκεψη θα πραγματοποιηθεί σε μια χώρα που επιχειρεί να επαναφέρει την ισορροπία μεταξύ ανάπτυξης και προστασίας της φύσης. Η Βραζιλία επενδύει σε νέους μηχανισμούς για τη διατήρηση των τροπικών δασών, τη στήριξη των αυτόχθονων κοινοτήτων και την πρόληψη πυρκαγιών. Παράλληλα, προωθεί πολιτικές καθαρής ενέργειας βασισμένες στα βιοκαύσιμα και στο πράσινο υδρογόνο και επιδιώκει να συνδέσει τους περιβαλλοντικούς στόχους με την αντιμετώπιση της φτώχειας και την κοινωνική ανάπτυξη. Το Μπελέμ, έτσι, θα επιδιώξει να δώσει φωνή στις χώρες του Παγκόσμιου Νότου, να αναδείξει τη σύνδεση ανάμεσα στο περιβάλλον και την κοινωνική ισότητα και να επαναφέρει το πνεύμα συνεργασίας Βορρά – Νότου. Η επιλογή του Αμαζονίου ως τόπου φιλοξενίας δεν είναι τυχαία, άλλωστε. Συμβολίζει την ανάγκη να αντιμετωπιστεί η αποψίλωση και να αποκατασταθεί η σχέση του ανθρώπου με τα φυσικά οικοσυστήματα που ρυθμίζουν το κλίμα του πλανήτη.

Ωστόσο, οι προσδοκίες για θεαματικά αποτελέσματα είναι περιορισμένες. Πολλές χώρες έχουν καθυστερήσει να υποβάλουν τις νέες τους εθνικές δεσμεύσεις για το κλίμα, ενώ η χρηματοδότηση για την προσαρμογή παραμένει ανεπαρκής στην πράξη. Το γεωπολιτικό περιβάλλον είναι πιο ασταθές από ποτέ, με συγκρούσεις να απορροφούν πολιτικό κεφάλαιο και τη δεύτερη αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από τη Σύμβαση – Πλαίσιο του ΟΗΕ να αποδυναμώνει την παγκόσμια δυναμική. Η Βραζιλία, παρά ταύτα, υπογραμμίζει ότι η περίοδος των διαπραγματεύσεων έχει ουσιαστικά τελειώσει και πως η παγκόσμια κοινότητα πρέπει πλέον να περάσει στην εφαρμογή. Το μήνυμα αυτό συμπυκνώνει ίσως το πραγματικό νόημα της COP30: όχι άλλες δεσμεύσεις, αλλά απτά βήματα δράσης και λογοδοσίας – δεν αναμένουμε, άλλωστε, ούτε χρειαζόμαστε κάποιο «νέο Παρίσι».

Η αξία της COP30, λοιπόν, θα κριθεί όχι τόσο από την υπογραφή καταληκτικών κειμένων, αλλά περισσότερο από το αν θα καταφέρει να δώσει μια νέα πνοή και δυναμική στις συλλογικές προσπάθειες για εφαρμογή. Αν στο Μπελέμ κρατηθεί αυτή η φλόγα ζωντανή, τότε μπορεί να διασωθεί και η ιδέα της πολυμερούς συνεργασίας απέναντι στην κλιματική αλλαγή.

Ο Οθων Καμινιάρης είναι ερευνητής της Εδρας UNESCO για την Κλιματική Διπλωματία και βοηθός ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ