Την αποκαλούν «γκρίζα ζώνη», όμως, στην πραγματικότητα, εξελίσσεται με ταχύτητα σε μαύρη τρύπα που απειλεί να καταπιεί πρώτα και κύρια την ίδια την κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό, που άλλωστε η κοινή γνώμη με κυρίαρχα ποσοστά τούς θεωρεί υπεύθυνους για τη μεγαλύτερη, πιθανότητα, κρίση θεσμών που καταγράφεται πλέον παγιωμένα να γνώρισε η Μεταπολίτευση.

Το 83% των πολιτών βλέπει αυτή την κρίση σε αντίθεση με το 11% που δεν τη βλέπει. Και το 34% τη χρεώνει στην κυβέρνηση, η οποία φέρεται σήμερα να έχει προβάδισμα 11,6 μονάδων από το ΠΑΣΟΚ που ακολουθεί από μακριά, ενώ η Αριστερά εξακολουθεί να παραμένει ένα χαοτικό ερωτηματικό που μέχρι να ξεκαθαρίσει, αν και όπως ξεκαθαρίσει, τα του οίκου της καμία μέτρησή της δεν έχει πραγματική σημασία.

Αντίθετα, τεράστια σημασία έχει αυτή η «γκρίζα ζώνη» που διευρύνεται σταθερά με τους αναποφάσιστους να φτάνουν πλέον στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας δεκαετίας – και τι δεκαετίας… – με άλμα διπλασιασμού μόλις μέσα στο τελευταίο δεκάμηνο και προέλευση, κατά δήλωσή τους, ως επί το πλείστον, από τον κεντρώο – κεντροδεξιό χώρο, όπως έδειξε, μαζί με όλα τα παραπάνω, η τελευταία μέτρηση της ALCO, που τους τοποθετεί πλέον στο 21,5%. Δηλαδή, περίπου… πρώτο κόμμα. Μπορεί όμως αυτό να μεταφραστεί σε πολιτικό αποτέλεσμα; Σήμερα, πια, είναι μια από τις ιδιαίτερες συγκυρίες που, ναι, αυτό μπορεί να συμβεί: ο «κανένας» μπορεί πλέον να κάνει εκείνο που δεν μπορεί να κάνει κάποιος, ο «ένας»: μπορεί να ρίξει την κυβέρνηση – η οποία, επί της ουσίας, αν συμβεί αυτό, κατά βάθος θα έχει πέσει μόνη της: από τον τρόπο που κυβερνά και από τα έργα και τα αποτελέσματά της. Η απουσία ηγετικής παρουσίας στην αντιπολίτευση που εξασφάλιζε επί μακρό διάστημα μια ιδιότυπη «ασυλία» στον Πρωθυπουργό, η οποία και εξελίχθηκε σε αχαλίνωτη μορφή εξουσίας προς πάσα κατεύθυνση – κάτι που αποτυπώνεται και στην έννοια «κρίση θεσμών» τόσο διάχυτα –, δεν εξασφαλίζει πλέον και «εκλογική ασυλία» κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Και αυτό οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι η «γκρίζα ζώνη» μεγαλώνει πια τόσο πολύ και διευρύνεται τόσο έντονα στο πάλαι ποτέ προνομιακό κοινό της κυβέρνησης, ώστε της στερεί το πολυπόθητο 25% και αυτομάτως το κοινοβουλευτικό μπόνους για την απόκτηση πλειοψηφίας, που χωρίς αυτό είναι παντελώς αδύνατο να επιτευχθεί. Μπορεί λοιπόν να μην το κερδίζουν οι αντίπαλοί της στη Βουλή, όμως αυτό το έδαφος που χάνει η κυβέρνηση είναι ο πραγματικός εφιάλτης της.

Από εκεί κινδυνεύει, όσο ποτέ μέχρι σήμερα, σε μια πορεία που δεν δείχνει δυνατότητες αντιστροφής – το αντίθετο μάλιστα, για τέσσερις βασικούς λόγους.

Πρώτον, είναι η χαμένη μάχη της οικονομίας για τους πολίτες. Ο,τι κι αν λέει η κυβέρνηση, η πραγματικότητα είναι αυτή. Το κόστος της ζωής στη σημερινή Ελλάδα σε σχέση με τις αμοιβές είναι πρακτικά αβίωτο για το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού της χώρας και αυτό δεν ανατρέπεται ούτε με δημαγωγίες ούτε με εξαγγελίες ούτε με τίποτα: είναι βίωμα ανυπέρβλητο το οποίο απλώς οι κυβερνώντες κάνουν ότι δεν αντιλαμβάνονται.

Δεύτερον, είναι η εξίσου χαμένη μάχη της ευρύτερης καθημερινότητας: παράλληλα με το κόστος, μια σειρά από δυσχέρειες που θέτει η καθημερινή ζωή και που δεν αντιμετωπίζονται – πολύ περισσότερο δε για το πλήθος των ανέργων – δεν θεραπεύονται ούτε με εξυπνάδες ούτε με λόγια.

Τρίτον, είναι η ακόμα πιο μεγάλη ήττα της κυβέρνησης μέσα στο ίδιο της το κόμμα. Ηττα που έρχεται καλπάζοντας: ο Πρωθυπουργός φέρθηκε στη ΝΔ ως κατακτητής, ξεχνώντας πού, πώς και γιατί βρίσκεται εκεί που βρίσκεται. Και αυτό θα πληρωθεί.

Τέταρτον, είναι ακριβώς αυτή η κρίση θεσμών – και ας την υποτιμούν πολλοί. Επειδή έρχεται η στιγμή που όταν όλα αυτά λειτουργούν μαζί, έχει πλέον τον δικό της ρόλο, ως «πλατφόρμα» όλων αυτών που συμβαίνουν. Και είναι τόσα που δεν έχουν γυρισμό.