Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι σε περιδίνηση. Σαπίζει. Ομως η αλλαγή μοιάζει δύσκολη. Γιατί, όπως κι αλλού που η διακυβέρνηση παρουσιάζει καθεστωτικά χαρακτηριστικά, έτσι και εδώ, μια από τις συνέπειες είναι η αφυδάτωση της αντιπολίτευσης. Η πολιτική αυτή δυστοπία είναι το αποτέλεσμα της συνειδητής στρατηγικής του συστήματος Μητσοτάκη. Υπονόμευσε τους μηχανισμούς και τις διαδικασίες ελέγχου της εξουσίας εξευτελίζοντας το Σύνταγμα. Αν και η αντιπολίτευση δεν είναι απαγορευμένη τυπικά, είναι αδύναμη να συγκροτήσει εναλλακτικό πόλο γιατί είναι κατακερματισμένη, απομονωμένη και – το χειρότερο – τμήματά της έχουν «εποικιστεί» από την κυβέρνηση.
Η αδυναμία της αντιπολίτευσης πάντως δεν οφείλεται αποκλειστικά στο καθεστώς Μητσοτάκη. Η βολεμένη ελληνική σοσιαλδημοκρατία, φερ’ ειπείν, γεννά στους πολίτες αισθήματα αδιαφορίας, αδύναμη καθώς είναι να αντιληφθεί, πόσο μάλλον να συμμεριστεί και να εκφράσει, λαϊκές αντικατεστημένες ευαισθησίες και κοινωνικές διαθέσεις αλλαγής.
Η πρόσφατη υπόθεση με τον διευθυντή του γραφείου του προέδρου του ΠΑΣΟΚ είναι μεν χαρακτηριστική αλλά είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Αρκετοί στο ΠΑΣΟΚ υπήρξαν ή και παραμένουν θαυμαστές της κυβέρνησης Μητσοτάκη· άλλοι ή άλλες προσβλέπουν σε συγκυβέρνηση. Κάπως έτσι, ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, δυστυχώς, εξελίχθηκαν σε συγκοινωνούντα δοχεία.
Στην Αριστερά, για διαφορετικούς λόγους, τα αδιέξοδα είναι προφανή επίσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό κύκλο του επιβεβαιώνοντας τις εκτιμήσεις κάποιων, πως ο Τσίπρας ήταν η μόνη συγκολλητική ουσία αυτού του κόμματος.
Το ΚΚΕ, το ΜέΡΑ25 και με τον δικό της τρόπο η Ζωή Κωνσταντοπούλου ούτε επιθυμούν ούτε και επιδιώκουν να κάνουν πολιτική, που σε απλά ελληνικά μεταφράζεται να διεκδικείς τη διακυβέρνηση και να θέλεις να την επηρεάσεις ακόμη κι αν δεν συμμετέχεις σε αυτήν.
Τα κόμματα αυτά αφουγκράζονται και εκφράζουν σημαντικά τμήματα της κοινωνικής διαμαρτυρίας αλλά εγκλωβίζονται σε μια ιδιότυπη αυτοαναφορική ψυχολογία του τύπου «εμείς, οι μόνοι συνεπείς». Χάνουν έτσι κρίσιμο πολιτικό βάρος και δυνατότητες διαμόρφωσης πλειοψηφικών δυναμικών.
Είναι φανερό πως η κατάσταση αυτή της αντιπολίτευσης είναι πνιγηρή και αδιέξοδη. Πρέπει να ξαναβρεθεί ένας τρίτος δρόμος ανάμεσα στην ενσωματωμένη σοσιαλδημοκρατία και τον ατελέσφορο ριζοσπαστισμό. Χρειαζόμαστε ένα πολιτικό κίνημα αλλαγής από τα κάτω. Ενα κίνημα που να έχει την ικανότητα ανασυνθέσει το πολιτικό σκηνικό εκφράζοντας ταυτόχρονα τα αντικατεστημένα αισθήματα του λαού, προσδοκίες αλλαγής και κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και έναν νέο πατριωτισμό απέναντι στις ολιγαρχίες της εξουσίας και του πλούτου. Ενα κίνημα που δεν θα μείνει μόνο στη διαμαρτυρία αλλά θα δώσει προοπτικές πραγματικής πολιτικής αλλαγής.
Ενα τέτοιο κίνημα δεν μπορεί να είναι χωρίς ηγεσία. Το αντίθετο. Ενα τέτοιο φιλόδοξο κίνημα χρειάζεται μια ηγεσία με ευρεία απήχηση. Η αντισυμβατική κίνηση της παραίτησης του Αλέξη Τσίπρα από βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε ένα ελπιδοφόρο σοκ. Γιατί ο Τσίπρας είναι ο μόνος από τις ηγετικές προσωπικότητες της Κεντροαριστεράς που η ελληνική κοινωνία αναγνωρίζει ως πραγματικό πόλο συσπείρωσης απέναντι στη Δεξιά, το κατεστημένο και τις ολιγαρχικές ελίτ συνολικά και όχι μόνο απέναντι στον Μητσοτάκη.
Αυτό δεν είναι τυχαίο, ούτε οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι ο Τσίπρας πήρε ένα κόμμα του 3% και το έκανε κόμμα εξουσίας. Ούτε ότι υπήρξε πρώην πρωθυπουργός. Κι άλλοι πρώην πρωθυπουργοί δοκίμασαν πρόσφατα να επιστρέψουν στην πολιτική αρένα, αλλά η απήχησή τους υπήρξε και παραμένει περιορισμένη. Ασφαλώς, γιατί η «επιστροφή» δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.
Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως τον τελευταίο αιώνα μόνο τέσσερις πρώην πρωθυπουργοί επανήλθαν μετά την αποχώρησή τους από την πρωθυπουργία: ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Κι επιπλέον, μόνο δύο εξ αυτών επέστρεψαν με νέο πολιτικό όχημα: ο Γεώργιος Παπανδρέου με την Ενωση Κέντρου και ο Καραμανλής με τη ΝΔ. Και μόνο ένας, ο Ανδρέας, τόλμησε να αφήσει το κόμμα, την Ενωση Κέντρου, που θεωρούνταν φυσικός διάδοχος και ηγέτης, για να ιδρύσει νέο κόμμα με αρχικό πυρήνα ένα νέο δυναμικό ανθρώπων.
Αναμφίβολα, αυτό που ενώνει τον Τσίπρα με τους παραπάνω είναι το χάρισμα. Η χαρισματική ηγεσία, όπως μας έμαθε ο Μαξ Βέμπερ, δεν βασίζεται σε θεσμούς, κανόνες ή παραδόσεις, αλλά στην ικανότητα του ηγέτη να κινητοποιήσει πλήθη και να γεννήσει μαζικά συναισθήματα αφοσίωσης. Οι χαρισματικοί αναδεικνύονται σε περιόδους κρίσης ή αλλαγής, προσφέροντας ελπίδα και όραμα, γεννώντας ταυτόχρονα και ισχυρές κοινωνικές πολώσεις. Αν πολλοί τούς λατρεύουν, άλλοι πολλοί τούς μισούν.
Η χαρισματική ηγεσία όμως είναι εύθραυστη και συχνά αποδεικνύεται προσωρινή. Εξαρτάται από τη συνεχή αναγνώριση του χαρίσματος του ηγέτη και μπορεί να χαθεί, όπως και η αφοσίωση των μαζών. Υπό αυτήν την έννοια, τίποτα δεν θα είναι εύκολο για τον Τσίπρα το επόμενο διάστημα. Ούτε δεδομένο. Ο Τσίπρας άφησε τα προνόμια και ξεκινάει από την αρχή, σχεδόν από το μηδέν.
Θα πρέπει να οργώσει όλη την Ελλάδα, να αφουγκραστεί τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, να μιλήσει στις καρδιές των πολιτών, με νέο αλλά και παλιό τρόπο, με νέα αλλά και παλιά μέσα, και να δημιουργήσει νέα πεδία εμπιστοσύνης με το πολιτικό του ακροατήριο. Ο Τσίπρας πρέπει να μετατρέψει την κοινωνική δυσφορία σε πολιτικό κίνημα κυβερνητικής προοπτικής. Καθόλου εύκολο. Ομως, αν όχι ο Τσίπρας, ποιος μπορεί να προχωρήσει ένα τέτοιο εγχείρημα; Κι αν δεν ξεκινήσει τώρα, πότε;
Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής ΠΑΜΑΚ







