Η προχθεσινή τελετή αποκαλυπτηρίων της νέας βιοκλιματικής όψης που απέκτησε το κεντρικό κτίριο του υπουργείου Εθνικής Αμυνας έστειλε, όντως, μηνύματα – αν και δεν είμαι βέβαιος ότι είναι τα μηνύματα που ήθελε να στείλει ο υπουργός Αμυνας, Νίκος Δένδιας, ο οποίος κάνει ό,τι μπορεί για να φανεί ότι αυτοπροτείνεται ως δελφίνος της Νέας Δημοκρατίας.
Κυρίως, έστειλε ένα μήνυμα αισθητικής φλυαρίας. Δεν θέλει και πολλή σχέση με την αρχιτεκτονική για να γίνει κατανοητό αυτό. Υπήρχε ήδη δείγμα γραφής, στην εγκατάσταση του γλύπτη Βαρώτσου στο προαύλιο του υπουργείου, που είχε εγκαινιαστεί πριν από μερικούς μήνες, το νόημα του οποίου, τα πολλά ονόματα νεκρών στο πεδίο της μάχης, πρέπει να πας επιτόπου για να το συλλάβεις, αφού έξω από το υπουργείο διακρίνονται απλώς μερικά αγκωνάρια από γυαλί. Η φλυαρία είναι στον αντίποδα του λιτού, συμπεριληπτικού αλλά και επιβλητικού μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, στην πλατεία Συντάγματος, το οποίο όντως δίνει το αξιακό νόημα της χώρας σε όσους το αντικρίζουν καθημερινά – χωρίς να χρειάζεται νέες τεχνολογίες, digital εφαρμογές και δέλτους ονομάτων: η πραγματική τέχνη, άλλωστε, κυρίως ξέρει να υπαινίσσεται.
Η φλυαρία ήταν η βασική αισθητική πρόταση και του διόλου σεμνού δρώμενου που διοργανώθηκε μπροστά ακριβώς σε αυτή την εγκατάσταση – η οποία εκτείνεται σε μεγάλη έκταση και στο έδαφος, σε μια κατασκευή που μοιάζει με παγοδρόμιο.
Επρόκειτο για ένα κράμα αναφορών αναβαπτισμένης στο σήμερα εθνικοφροσύνης (ξεκίνησε με το «Υπερμάχω») και μιας αμήχανης χορογραφίας με επίκεντρο τον στρατό, δάνειας ως ιδέα από την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Ηταν άρρυθμη χορογραφία, χωρίς κέντρο και σε αρκετά σημεία παιδαριώδης, ως σύλληψη και ως εκτέλεση. Δέσποζαν στρατιώτες με στολές από πολλές εποχές του νεότερου ελληνικού κράτους, ενώ ένας γυναικείος χορός αγωνιούσε να σωματοποιήσει συμβολισμούς, όπως ο θρήνος, η αγωνία ή το αντάμωμα, χωρίς να τα καταφέρει. Για την αισθητική του δρώμενου, ο πόλεμος είναι ένα ταμπλό βιβάν στερεοτύπων, με νέους άνδρες, υποτίθεται πολεμιστές, να περιφέρονται αμήχανοι, και με γυναίκες πάντα στον βοηθητικό ρόλο της μητέρας, της αδελφής, της αρραβωνιαστικιάς ή της θρηνωδού.
Την αμηχανία αυτή δεν μπορούσαν να την απομακρύνουν τα σπαράγματα που απαγγέλθηκαν, σαν σε σχολική παράσταση, από κείμενα του Θεοτοκά ή του Σεφέρη, από ποιήματα του Κάλβου, του Σικελιανού ή του Σαββόπουλου, από μουσικές του Μάνου Χατζιδάκι (πρωτίστως από τη «Μελισσάνθη») ή το «Πώς να σωπάσω» του Ξαρχάκου – κι ας είναι πάντα στιβαρός και επιβλητικός ο Μανώλης Μητσιάς, ο μόνος που διακρίθηκε σε αυτή τη σούπα.
Ατυχη ήταν και η χρήση του στρατιωτικού γλωσσικού ιδιώματος, η χρήση μιας ξύλινης μυξοκαθαρεύουσας με την οποία, πομπωδώς, αναγγέλλονταν τα πρόσωπα και οι ενέργειες. Δεν μιλάνε έτσι οι κανονικοί άνθρωποι – κι αυτή η γλώσσα, που προσωπικά τη θυμάμαι ως αστείο από τη δική μου θητεία, όφειλε να έχει εκλείψει. Η απόσταση στρατού και λαού έπρεπε πλέον να μην υπάρχει.
Και μια ακόμα παρατήρηση: όταν, στο τέλος, τον λόγο πήρε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης που, μιλώντας απλά, διαβεβαίωσε για το αξιόμαχο και τον εκσυγχρονισμό του στρατού, ήταν σαν να επέστρεψε η τάξη του λόγου. Δείχνοντας έτσι ποιος είναι το αφεντικό, κατήγαγε μια απλή επικοινωνιακή και πολιτική νίκη. Χωρίς να πέσει ούτε μια κανονιά.
Το δικαίωμα και η κατάχρηση του λόγου
Η υπερψήφιση στη Βουλή του κόφτη για όσους αγορητές κάνουν κατάχρηση του χρόνου στις ομιλίες τους ήταν μια απαραίτητη ρύθμιση. Η ρύθμιση αυτή έγινε αναγκαία κυρίως εξαιτίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, η οποία κατά σύστημα αρνείται να κατανοήσει τον κανόνα του χρόνου, που σημαίνει σεβασμός στους άλλους. Προφανώς, η συγκεκριμένη πολιτικός διαφώνησε με τον κόφτη. Θεωρεί ότι η διακοπή των πολιτικών, όταν περνά ο διαθέσιμος χρόνος που έχουν, είναι περιορισμός του δικαιώματος λόγου των βουλευτών. Δεν έχει δίκιο. Επειδή το δικαίωμα του λόγου δεν ταυτίζεται με τη φλυαρία.
Δεν υπάρχει άλλωστε οργανωμένο σύστημα στο πλαίσιο του οποίου να εκτίθενται απόψεις διά του λόγου που να μη θέτει περιορισμούς. Στις σχολικές και τις πανεπιστημιακές εργασίες υπάρχει ανώτατο όριο λέξεων, στις διαλέξεις ανώτατο όριο χρόνου. Στη δημοσιογραφία, τα ίδια: κάθε γραφιάς σε εφημερίδα ή περιοδικό συνήθως ξέρει από πριν πόσες λέξεις θα γράψει. Γι’ αυτό οφείλει να είναι σαφής και να τα έχει πει όλα στον χώρο που του διατίθεται. Δεν είναι περιορισμός του δικαιώματος λόγου, είναι τρόπος επικοινωνίας που υπολογίζει τον χρόνο και τη διάθεση των άλλων, που σε διαβάζουν ή σε ακούν. Θυμάμαι, μάλιστα, ότι ο παλιός διευθυντής των «ΝΕΩΝ», Λέων Καραπαναγιώτης, όταν παραλάμβανε δημοσιογραφικό χειρόγραφο που υπερέβαινε τη συμφωνηθείσα εκ των προτέρων έκταση, ρωτούσε: «Ωστε δεν βρήκατε χρόνο να μικρύνετε το κείμενό σας, κύριε συνάδελφε»;







