Ηταν η πρώτη ρωγμή στη σχέση του Διονύση Σαββόπουλου με την οργανωμένη στα κόμματα Αριστερά. Το 1977, κυκλοφόρησε η διασκευή του στους «Αχαρνής», με υπότιτλο «Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια» και με τους στίχους, στο τραγούδι της Παράβασης, «Τώρα μας χειρουργεί η αλλήθωρη νεολαία / μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική». Και έγινε χαμός.
Αχός βαρύς σηκώθηκε από τους κομματικοποιημένους, όχι μόνο από την ΚΝΕ – κι ας φωτογράφιζε η τσογλανοπαρέα κυρίως τα μέλη της νεολαίας του δογματικού, όπως το λέγαμε τότε, ΚΚΕ, ομάδες νεόκοπων πιστών στο κόμμα και στο ολοκληρωτικό κομμουνιστικό μοντέλο της Σοβιετικής Ενωσης. Ο Σαββόπουλος, που τόλμησε να τους χαρακτηρίσει, ήταν ένας παρηκμασμένος γεγές, πουλημένος στην άρχουσα τάξη, που τον χρησιμοποιούσε για να ανακόπτει το τυφλό ρεύμα του λαού προς την ορθοδοξία.
Η ρωγμή ήταν βαθιά. Ο νεαρός λυρικός που στη συνέχεια συντονίστηκε με τα κινήματα για το Βιετνάμ, κυνηγήθηκε από τη χούντα, ύμνησε τη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ και περιέγραψε τη χώρα ως παράγκα, όσο κέρδιζε δημοτικότητα τόσο χειραφετούνταν από τη γραμμή. Από όλες τις γραμμές. Το 1981, στα «Τραπεζάκια έξω», ήδη τραγουδούσε: «Ολες οι γραμμές μας στραβωθήκαν κι αποτύχαν…». Γιατί ο Σαββόπουλος δημιουργούσε τόσο μεγάλα πάθη; Επειδή η τέχνη του οδηγούσε σε μεγάλες ταυτίσεις και, όταν δεν τις επέτρεπε, σε μεγάλες απογοητεύσεις, σε μεγάλα μίση. Δεν έμοιαζε με τους άλλους καλλιτέχνες της ανθηρής εκείνη την εποχή μουσικής βιομηχανίας. Ούτε καν με τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι. Ο Θεοδωράκης έγραφε εμβατηριακούς ύμνους με τα σύμβολα της Αριστεράς, ήταν καθολικός, ανήκε σε όλους. Ο Χατζιδάκις ήταν οξύς στις επικρίσεις του, αλλά ήταν ξεκάθαρο ότι δεν ανήκε «στο κίνημα». Ο Σαββόπουλος, αντίθετα, μιλούσε προσωπικά στον καθένα και στην καθεμιά. Γι’ αυτό οι διαφοροποιήσεις του από τις ατομικές πεποιθήσεις του κοινού του οδηγούσαν σε τεράστια παράπονα, σε τρομακτικές απορρίψεις. Από όλους τους χώρους της Αριστεράς.
Αυτοί που δεν νοιάζονταν ιδιαίτερα ήταν οι πασόκοι. Αυτοί είχαν τα δικά τους είδωλα, κυρίως τον Θωμά Μπακαλάκο και τον Ηλία Ανδριόπουλο – και τους λαϊκούς. Ο Σαββόπουλος δεν τους αφορούσε. Οταν όμως κυκλοφόρησε το «Κούρεμα», στον απόηχο του σκανδάλου Κοσκωτά, άρχισε να τους τσούζει κι αυτούς. Πώς να καταπιούν στίχους όπως «Λοιπόν ας έρθουν του Κουτσόγιωργα οι δασύτριχοι πολίτες / και οι γνωστοί ιθαγενείς της Αυριανής οι τρωγλοδύτες / καλώς να έρθουν και οι φριχτοί μικρομεσαίοι να ξεσαλώσουν / χωρίς αυτούς τα μαγαζιά ούτε το φως δεν θα πληρώσουν»;
Η πορεία, και της χώρας και του Σαββόπουλου, επέτρεπε το ρήγμα να επουλωθεί. Η περίοδος Σημίτη έθεσε το αίτημα του εκσυγχρονισμού – κι ο Σαββόπουλος φυλάχτηκε και δεν επανέλαβε την οξύτητα της κριτικής του. Το 2004 ήταν μια καμπή, η χώρα μπορούσε να βαδίσει μπροστά. Δεν το έκανε. Η διακυβέρνηση Κώστα Καραμανλή αναβίωσε τις παθογένειες του πελατειακού κράτους και, μετά το 2008, η Αριστερά ανασυγκροτήθηκε ως ηττημένη του Εμφυλίου που αναζητούσε εκδίκηση – ως κι οι κουστουμαρισμένοι πασόκοι ξεμύτισαν όταν ο εκσυγχρονισμός αποδείχτηκε παρένθεση.
Ο Σαββόπουλος δεν είχε καμία θέση στη ζωή όλων αυτών. Το αίτημά του ήταν εκλεκτικιστικό, ο κόσμος του βρίσκεται πέραν της τσογλανοπαρέας που κάρφωνε, και κάθε τσογλανοπαρέας. Η ποίησή του είναι η ποίηση μιας ηθικής συνείδησης – την οποία δεν μπορούν να κατανοήσουν ο Φάμελλος, ο Ανδρουλάκης, ο Κουτσούμπας, ο Χαρίτσης, όπως και πολλοί δεξιοί, που τουλάχιστον αυτοί δεν τον θεώρησαν ποτέ δικό τους.
Γι’ αυτό έμειναν τόσες άδειες καρέκλες στη Μητρόπολη.
Το φιάσκο του προέδρου
Η ιστορία με τον Γιώργο Παπαβασιλείου, νέο διευθυντή του γραφείου του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη, που έμεινε στη θέση αυτή για λίγες ώρες εξηγεί με τον καλύτερο τρόπο γιατί το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στη θέση που βρίσκεται, ευάλωτο αύριο μεθαύριο στην έλευση με νέο κόμμα του Αλέξη Τσίπρα. Ο πρόεδρος είχε όλο το περιθώριο να διερευνήσει το παρελθόν του προσώπου που επέλεξε για προσωπικό στενό συνεργάτη του. Το Διαδίκτυο είναι προσιτό, ο κόσμος του είναι διάφανος. Από τη στιγμή που ενοχλείται από επαίνους στην κυβέρνηση Μητσοτάκη για τα επιτεύγματά της, είχε τη δυνατότητα να ενημερωθεί και να βρει κάποιον πιο αντιμητσοτακικό, πιο ισοπεδωτικό στην κριτική του, πιο κοντινό του. Του διέφυγε. Ετσι το έκαναν κάποιοι άλλοι – και ανάγκασαν τον πρόεδρο να εφαρμόσει τις αρχές του, να εκδηλώσει δηλαδή την αίσθηση ανωτερότητας που διατηρεί για τον εαυτό του και την πολιτική του ταυτότητα.
Αν ο πρόεδρος Ανδρουλάκης (πολύ αυστηρός για τους άλλους, πολύ χαλαρός με τον εαυτό του) δεν έχει τα κριτήρια και τις πληροφορίες για να αξιολογήσει, σύμφωνα με το δικό του μέτρο, έναν συνεργάτη του, σήμερα, στο στενό πασοκικό περιβάλλον, κατανοεί κανείς πόσο δύσκολη θα είναι η κρίση του για πρόσωπα και πράγματα αν βρεθεί στο μέλλον σε θέση κυβερνήτη της χώρας.







