Ο Διονύσης Σαββόπουλος λείπει από όλους, γιατί όλοι σχετίστηκαν μαζί του σε κάποια φάση της ζωής τους, ή γιατί ο ίδιος με την ευλυγισία του εισχώρησε στο κυμαινόμενο γούστο. Είτε το μουσικό είτε το πολιτικό. Το τελευταίο το σημειώνω γιατί πολλοί αριστεροί ένιωσαν πληγωμένοι αφού ο Νιόνος πέρασε, κατά τη γνώμη τους, στη Δεξιά, ενώ πολλοί δεξιοί μάλλον παρέλειπαν την πρώτη μουσική του περίοδο (Φορτηγό, Το Περιβόλι του Τρελού, Μπάλλος, Βρώμικο ψωμί, Δέκα Χρόνια Κομμάτια, κ.λπ.). Πιο πολύ χαίρονταν την ανορθόδοξη προσωπικότητα, που τους πλησίασε, παρά γεύονταν τη μουσική δημιουργία του. Αλλά αυτά για τους ταμένους.

Ο Σαββόπουλος είχε κοινό, όχι κυρίως στους ζηλωτές, αλλά και στους αποσυνάγωγους. Αυτούς που ζούσαν στο ενδιάμεσο ή στο αμφίβολο. Ίσως η πιο αδικημένη πλευρά του είναι και η πιο δυνατή. Η ποίηση. Γιατί δεν έκανε στιχουργία, έγραφε, δημιουργούσε ποίηση και αυτή εν τέλει τον μελοποιούσε. Τον έκανε μουσικό, φωνητικό φορέα της. Τα ελληνικά του ήταν βαθιά και όχι φιλόφρονα ή ωραιοπαθή, ριψοκίνδυνα, σαν ελληνικά ποιητή που πονάει και όχι καλλιγράφου που ποζάρει. Δεν ήταν εύκολες οι υιοθεσίες μουσικών μοτίβων από την παράδοση ή το ροκ και την μπαλάντα (αυτό δηλαδή που κάποιοι του προσάπτουν), αλλά δύσκολες μουσικές φράσεις/ρήγματα που θεμελιώνουν εξαιρετικά τη λέξη και συνοικοδομούν το ποίημα. Θέλω να πω ότι το «κολάζ» του δεν ήταν συγκόλληση μοτίβων αλλά σύνθεση, συνοικοδόμηση του αισθήματος. Οπως σε κάθε σημαντικό δημιουργό.

Η απώλεια ενός δημιουργού συνήθως εγείρει θρήνο για ένα ευρύτερο τέλος. Με τον θάνατο σημαντικών δημιουργών ακούμε συνήθως τη φράση «έφυγε ο τελευταίος μεγάλος» κ.λπ. Είναι σαν τα κληρονομικά και γραφειοκρατικά μετά την απώλεια δικού σου προσώπου, που αποτελούν και μια ανακουφιστική τακτοποίηση των δικών σου αισθημάτων ή της δικής σου προσωπικής υπαρξιακής αγωνίας.

Η γενίκευση της αναχώρησης αφήνει εσένα πίσω, στη ζωή. Ο Σαββόπουλος στον βαθμό που κατείχε μέρος του βιογραφικού σου, σε ξανακτίζει. Ακουσες π.χ. έφηβος τον Μπάλλο (σε μαγνητοταινία) και τον κατανόησες σαν να είναι ένα ηχητικό θεατρικό έργο. Με στάσιμα, με αφηγητή, με δραματικές κορυφώσεις, με χορικά κ.λπ. Το είχε προλειάνει το έδαφος ο Θεοδωράκης (Αξιον εστί) και ο Χατζιδάκις (Ορνιθες).

Αλλά αυτός ο τύπος (ο Σαββόπουλος), με μια σαφώς λιτότερη και φτωχότερη παραγωγή, δημιουργούσε κίνηση, έβαζε στο μίξερ καθαρό δημοτικό ιδίωμα με ηλεκτρικό ήχο και συνεχείς αλλαγές πλεύσης στην ανάπτυξη του έργου. Επαιζε ο ίδιος τους ρόλους. Η μουσική πρόσληψη του έργου επίσης συνδέεται με επικά εφηβικά γεγονότα. Αγχώδεις εισαγωγικές εξετάσεις στο Γυμνάσιο, ερωτικές προαναφλέξεις κ.λπ. Αυτή την πυκνή και ακριβή νεότητα σ’ την παίρνει μαζί του ο Σαββόπουλος; Κάθε τέλος δημιουργού που αγάπησες είναι και ένα δικό σου ανακεφαλαιωτικό διάβημα. Ο θάνατος σου δίνει (υπαρκτικό) χώρο. Κάπως έτσι προσπαθώ να χειριστώ τη λύπη μου.

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι ζωγράφος και καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ