Η Μαρία Καρυστιανού είναι μια γυναίκα που της έτυχε η χειρότερη δυστυχία. Έχασε την κόρη της στο μεγάλο δυστύχημα των Τεμπών. Ο πόνος είναι δυσβάστακτος. Δεν αντέχεται να έχεις χάσει το παιδί σου. Κι αυτός ο λόγος μπορεί να οδηγήσει στην περιφρόνηση της πραγματικότητας, στη σύγκρουση μαζί της.
Η εμφάνιση της πονεμένης μητέρας στα δημόσια πράγματα αντιμετωπίστηκε με κατανόηση ακόμα κι από πρόσωπα που βρέθηκαν στο στόχαστρο της κριτικής της, μιας κριτικής εξωπραγματικής. Η κατανόηση εκείνη έκανε πολλούς να ανεχθούν και λόγια ανοίκεια και πράξεις ανοίκειες. Η διοργάνωση διαδηλώσεων, από τον περσινό Φεβρουάριο, με κεντρικό σύνθημα «Δεν έχω οξυγόνο», και η προσπάθεια κλιμάκωσής τους, με προοπτική να δημιουργηθεί ένα κίνημα συναισθηματικής αγανάκτησης, δεν δικαιολογούνται από την οργή.
Όταν μάλιστα στο όνομα των συναισθημάτων εισάγονται στοιχεία που συσκοτίζουν την υπόθεση, όπως οι φήμες για τα ξυλόλια ή οι άγνωστες ουσίες που δήθεν μεταφέρονταν με την αμαξοστοιχία, οι υπόνοιες ότι εξαφανίστηκαν τρία βαγόνια, οι φήμες ότι μεταφερόταν υλικό που θα χρησιμοποιούνταν από το ΝΑΤΟ ή η πεποίθηση χωρίς στοιχεία ότι υπήρξε κυβερνητική συγκάλυψη.
Η συνωμοσιολογία και οι κατηγορίες που γέννησε, εις βάρος μάλιστα των συντεταγμένων θεσμών της δημοκρατίας, ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται και η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, δυστυχώς δεν απαντήθηκαν όπως έπρεπε. Κι είναι ευτύχημα ότι αυτή την απίστευτη επίθεση τελικά κατά των δεδομένων της πραγματικότητας την οικειοποιήθηκαν τα διάφορα κόμματα της ανεύθυνης αντιπολίτευσης, επειδή έτσι επετράπη η άσκηση κριτικής κατά μιας στάσης απόλυτα αντιδημοκρατικής, που οδήγησε στη συντριβή όλων των κατηγοριών. Ευτυχώς, η Ζωή Κωνσταντοπούλου, ο Βελόπουλος ή ο Ανδρουλάκης μετέτρεψαν σε πολιτική τις θεωρίες συνωμοσίας στο όνομα της θλίψης, με αποτέλεσμα το ανορθολογικό μέτωπο κατά της δημοκρατίας να παρακμάσει και ακόμα μία φορά να ηττηθεί.
Τις τελευταίες ημέρες, ωστόσο, διαβάζω και ακούω πως ό,τι δεν κατάφεραν τα κόμματα που συντονίστηκαν με τη συντετριμμένη μητέρα, θα το κάνει η ίδια. Διαφαίνεται δηλαδή ότι, τελικά, θα μετατρέψει η ίδια τη θλίψη της και τα συναισθήματα που γεννάει σε πολιτική πλατφόρμα. Μη φανταστείτε ότι εμπνέεται από τον Μαξ Βέμπερ. Διαβάζω τις προσεγγίσεις της και, όπως αναμενόταν, δεν είναι πολύ διαφορετικής λογικής από τις προσεγγίσεις όσων παρίσταναν τους Αγανακτισμένους στα συλλαλητήρια για τη χρεοκοπία και τα Μνημόνια. Οι θέσεις της είναι αντιπολιτικές που, δήθεν, θα στηρίζονται στην άμεση δημοκρατία. Την προηγούμενη φορά, τα τραπεζάκια της άμεσης δημοκρατίας γέννησαν Βαρουφάκη, Τσακαλώτο, Κατρούγκαλο – και πολλούς ακόμα. Είναι πρόσωπα που έβαλαν την υπογραφή τους στον βαρύ λογαριασμό, λίγο μετά.
Η Μαρία Καρυστιανού, που τη μετράνε μερικές δημοσκοπήσεις (κάνοντας αντιεπιστημονικές υπερβάσεις) με ψηλά ποσοστά, ερωτάται (από τον ραδιοσταθμό των Παραπολιτικών) αν θα συμμετάσχει σε ένα τέτοιο κομματικό μόρφωμα: «Αν είναι κάτι όπως το φαντάζομαι, τόσο τέλειο και άριστο, με τέτοιους ανθρώπους δίπλα, που τους φαντάζομαι, ναι, θα μπορούσα να συμμετέχω σε κάτι τέτοιο». Πολλή ασάφεια, για μια υπόθεση, την υπόθεση του παρόντος και του μέλλοντός μας, που απαιτεί σαφήνεια και σχεδιασμό.
Αλλά η εποχή δεν είναι εποχή για ασάφειες, για θεωρίες συνωμοσίας και για πειράματα. Απαιτεί σχεδιασμό και σταθερότητα – κάτι που δεν το έχουν διανοηθεί οι ταραξίες της πολιτικής, οι οποίοι νομίζουν ότι μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στη δημοκρατία και στις ζωές μας η οχλοκρατία για κατασκευασμένα ζητήματα.
Ας σημειώσουν λοιπόν όλοι οι εμπλεκόμενοι δύο πράγματα: η θλίψη δεν κρατάει για πάντα. Και στους πολιτικούς τυχοδιωκτισμούς οφείλονται απαντήσεις.







