Το μεγαλύτερο πρόβλημα της προχθεσινής συζήτησης στη Βουλή ήταν η ανάδυση της ηθικολογίας αντί της πολιτικής. Ο Νίκος Ανδρουλάκης, αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κατηγορούσε τον Πρωθυπουργό, ο οποίος είχε μόλις μιλήσει, για αλαζονεία, αμετροέπεια, για ντροπή και για έλλειμμα ενσυναίσθησης. Τι πολιτικό περιεχόμενο έχουν τέτοιοι όροι; Κανένα. Είναι, απλώς, ηθικού τύπου κατηγορίες – χωρίς όμως να αποκτούν περιεχόμενο από κάποια συσχέτιση με οποιασδήποτε ισχύος ηθική φιλοσοφία. Απλή ηθικολογία, δηλαδή.

Αυτό είναι το πρόβλημα με το ΠΑΣΟΚ. Η αδυναμία παραγωγής πολιτικής. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, λόγω ελλείμματος πολιτικών κριτηρίων, έχει μετατραπεί σε άθυρμα ηθικολόγων που βαράνε το νταούλι (για να θυμηθούμε τη γλώσσα κι ενός διάσημου νταουλιέρη). Κάπως έτσι βρίσκεται συνεχώς στον αστερισμό της Ζωής Κωνσταντοπούλου και της Αριστεράς του θυματισμού, συναριθμείται δηλαδή στην αντιπολίτευση της συνωμοσιολογίας: πότε αναζητώντας παράνομη ουσία και πότε δηλώνοντας, στελέχη του, ότι εξαφανίστηκαν τρία βαγόνια μετά τη σύγκρουση. Στην ομιλία του Νίκου Ανδρουλάκη, προχθές, σημείωσα την απόλυτη απαξίωση της Δικαιοσύνης εκ μέρους του. Πόθεν προκύπτει η άρνηση του κύρους της; Οταν περιφρονείς έναν θεσμό και δεν θέλεις να σε συγκαταλέγουν σε ένα ρεύμα γενικόλογου αρνητισμού κατά της δημοκρατίας, οφείλεις να εξηγείς και τους λόγους αυτής της περιφρόνησης. Αλλιώς μοιάζεις με τους άλλους, τους οποίους μιμείσαι.

Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν απέφυγε αυτή τη συσχέτιση με τον αριστερισμό και τη διαμαρτυρία για τη διαμαρτυρία. Η προχθεσινή κοινοβουλευτική παρουσία του, έτσι κι αλλιώς, σημαδεύτηκε από μια καταλυτική αντίφαση. Το πρωί, το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε ένσταση αντισυνταγματικότητας της τροπολογίας που θα συζητιόταν το απόγευμα. Και το βράδυ, απαντώντας στην ομιλία του Πρωθυπουργού, ο Νίκος Ανδρουλάκης ξέχασε την πρωινή ένστασή του. «Τελικά, το μόνο που θα μείνει από τη δική σας αντισυνταγματική τροπολογία είναι ο εργολάβος καθαριότητας», είπε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ απευθυνόμενος στον Πρωθυπουργό. Ουσιαστικά, λέγοντας ότι μια ολόκληρη συνεδρίαση της Βουλής, οι ομιλίες και οι εντάσεις, γινόταν όχι για την τάξη του κοινοβουλευτικού λόγου, την οποία ισχυριζόταν ότι υπερασπιζόταν, αλλά για έναν ασήμαντο στόχο, για μια εσωκομματική διευθέτηση στον χώρο της ΝΔ. Πολλή οργή και πολλή ενέργεια για κάτι τόσο μικρό και τόσο ασήμαντο.

Στο ποδόσφαιρο, αυτό είναι ο ορισμός του αυτογκόλ.

***

Ενδιαφέρον έχει και το ζήτημα που προέκυψε με τον Νίκο Δένδια. Δεν πίστευα ότι ο Πρωθυπουργός ανέθεσε στον υπουργό Αμυνας ευθύνη για το μνημείο για να του τη σπάσει. Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, ο Δένδιας έψαχνε να βρει αφορμή για να προβάλει, καθαρά, ως αντίπαλος πόλος εξουσίας στο εσωκομματικό μέτωπο και ως επίδοξος δελφίνος. Το έπραξε με πασοκική μεθοδικότητα – την παλαιοπασοκική. Η ανακοίνωσή του, «το υπουργείο Εθνικής Αμυνας και οι Ενοπλες Δυνάμεις δεν πρόκειται να το αντιμετωπίσουν σαν αντικείμενο άσκησης πολιτικής και διχασμού της κοινωνίας», θα μπορούσε να εκληφθεί και ως δήλωση πίστης στη συγκεκριμένη κυβερνητική επιλογή αλλά και ως δήλωση αποστασιοποίησης. Η επιλογή του Νίκου Δένδια να πάει όχι στη Βουλή αλλά σε εκδήλωση του Γενικού Επιτελείου Στρατού επίσης έχει αυτό το δισυπόστατο.

Ο Νίκος Δένδιας, πάντως, ρισκάρει. Αν ο Πρωθυπουργός στις επόμενες εκλογές αντέξει, εύκολα θα μπορεί να τον υποβαθμίσει στην κομματική και στην κρατική ιεραρχία. Αν χάσει, θα είναι στη μάχη της διαδοχής, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι θα βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση.

Ετσι κι αλλιώς, αν το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών σημάνει το τέλος της εποχής Μητσοτάκη, η περιπέτεια στην οποία θα μπει η χώρα θα κάνει λιγότερο ελκυστική την όποια ηγεσία της δεξιάς παράταξης.

Ο λαός του 1%

Από τα άλλα πρόσωπα της αντιπολίτευσης που μίλησαν προχθές στη Βουλή, η πιο ενδιαφέρουσα παρουσία δεν ήταν της Ζωής Κωνσταντοπούλου (με το μπεμπέ ύφος της, είναι μάλλον βαρετή) αλλά της Σίας Αναγνωστοπούλου, της Νέας Αριστεράς – που την ακούω με προσοχή επειδή είναι και καλή ιστορικός.

Προχθές, πάντως, άρχισε την ομιλία της με τη φράση «ο λαός ξέρει», το δημοφιλές τσιτάτο του αλτουσεριανού φιλόσοφου Ζακ Ρανσιέρ που επικυρώνει τρόπον τινά τον αριστερό λαϊκισμό. Συνέχισε με ύμνο στη λαϊκή κυριαρχία και κατέληξε με μια συνηγορία των τσαντιριών, βάζοντας βέβαια το αριστερό μελόδραμα στον λόγο της αφού δικαιολόγησε τα τσαντίρια του Συντάγματος επικαλούμενη τα τσαντίρια των προσφύγων του 1922.

Η Σία Αναγνωστοπούλου συντάχθηκε με μια γνωστή, χιλιοειπωμένη θεωρία, σύμφωνα με την οποία η εξουσία «φοβάται» τον λαό – τον οποίο ως γνωστόν τον εκπροσωπεί η Νέα Αριστερά, παρότι ο λαός της δίνει ποσοστό περίπου 1 τοις εκατό.

Πρέπει πάντως να λειτουργεί ιδεολογική ομάδα στην επικράτεια του ιστορικού ΣΥΡΙΖΑ, εντός και εκτός κόμματος, και να φτιάχνει ιδεολογικές πλατφόρμες δημόσιου λαϊκιστικού λόγου. Δεν μπορώ αλλιώς να το εξηγήσω. Επειδή η Σία Αναγνωστοπούλου, της οποίας έχω παρακολουθήσει και τις πολιτικές και τις επιστημονικές παρεμβάσεις, λαϊκίστρια δεν ήταν ποτέ.