Τι ήταν αυτό, βρε παιδάκι μου… Τι σοκ εντιμότητας, δημοκρατίας και δικαιοσύνης, που λέει ο λόγος, μας ήρθε ουρανοκατέβατο! Τι ντουβρουτζάς, να βλέπεις τους φιλάνθρωπους να τρώνε μπροστά στα Γλυπτά του Παρθενώνα. Ας είχαν τουλάχιστον την ευαισθησία οι αναίσχυντοι κοσμικοί να κρεμάσουν από τα γλυπτά του αετώματος ένα κουρελόπανο που να γράφει «Λευτεριά στην Παλαιστίνη». Αν το είχαν κάνει, όχι μόνο δεν θα είχαν την ίδια έκταση οι αντιδράσεις εδώ, στην πατρίδα των Γλυπτών, αλλά θα χειροκροτούσαμε κιόλας. Στην περίπτωση αυτή, ούτε καν η υπουργός Πολιτισμού θα διαμαρτυρόταν, όπως δεν διαμαρτύρεται κάθε φορά που διάφοροι αριστεροί κρεμάνε τα πανό τους από τον βράχο της Ακρόπολης. Δικαιολογημένα δεν διαμαρτύρεται η κυρία Μενδώνη, δεν την κακίζω καθόλου, ας μην παρεξηγηθώ. Γιατί όλοι εμείς που ζούμε στον Υπαρκτό Ελληνισμό γνωρίζουμε ότι το μαγικό ξόρκι που είναι γραμμένο στο κουρέλι («Λευτεριά στην Παλαιστίνη», «Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι» ή ό,τι άλλο σχετικό) εξαγνίζει αυτομάτως τη βέβηλη πράξη που συντελείται ενώπιον του μνημείου.
Παρεμπιπτόντως, γιατί δεν παραιτήθηκε ακόμη η κυρία Μενδώνη; Πώς είναι δυνατόν να παραμένει ακόμη υπουργός όταν η πολιτιστική κληρονομιά μας υφίσταται τέτοιο εξευτελισμό; Πολύ περισσότερο με εκπλήσσει ότι δεν το έχει ζητήσει ακόμη η αντιπολίτευση! Η κυρία Μενδώνη τη γλίτωσε την πρώτη φορά με την κλοπή από το Λούβρο. Ισως αναρωτηθείτε τι σχέση μπορεί να έχει η κυρία Μενδώνη με την κλοπή στο Λούβρο, αντικείμενο της οποίας ήταν κοσμήματα του Ναπολέοντα Γ’. Και όμως έχει, γιατί σύμφωνα με μια θεωρία (ανυπόστατη, αλλά αυτό δεν έχει σημασία και δεν πτοεί τις διεκδικήσεις μας…) η καταγωγή της οικογένειας Βοναπάρτη ήταν από κάπου στην Ελλάδα. Τώρα όμως, με το ροζ δείπνο μπροστά από τα Γλυπτά, η ευθύνη της δεν αμφισβητείται.
Ευτυχώς, υπάρχει ο τρόπος για να αποφύγει την παραίτηση η κυρία Μενδώνη, πρέπει όμως να δράσει χωρίς χρονοτριβή. Παίρνει το πρώτο αεροπλάνο για Λονδίνο, πηγαίνει στην είσοδο του Βρετανικού Μουσείου, στήνει εκεί ένα αντίσκηνο και αρχίζει απεργία πείνας. Να θα τους πάει! Θυμηθείτε το. Αν όμως η διεύθυνση του μουσείου καλέσει την αστυνομία και μαζέψει από εκεί την κυρία Μενδώνη, τη σκηνή, τον συρφετό των αλληλέγγυων, τα καντηλάκια, τότε τι γίνεται; Στην περίπτωση αυτή, αμέσως μόλις την αφήσει η αστυνομία, η υπουργός τρέχει και στήνει το τσαντίρι στο κενοτάφιο των πεσόντων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στο Γουάιτχολ. Δεν νομίζω να προλάβει να μείνει εκεί για περισσότερα από τρία λεπτά προτού τη μαζέψουν. Αμφιβάλλω αν θα προλάβει να στήσει τη σκηνή. Ομως το μήνυμα θα έχει περάσει!
Πάντως, η υπόθεση της μεταχείρισης των Γλυπτών από το Βρετανικό Μουσείο με τέτοιο ανοίκειο και προσβλητικό τρόπο ανέδειξε το εθνικό σύμπλεγμα που μας προκαλεί το βάρος της κληρονομιάς μας. Το εξέφρασε πληρέστερα ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Κακλαμάνης με τη δήλωσή του ότι «η Ελλάδα αξιώνει σεβασμό στην ιερότητα του πολιτισμού της». Το εθνικό σύμπλεγμα εκδηλώνεται με την αντίφαση να ξιπαζόμαστε, από τη μια, για την οικουμενικότητα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, από την άλλη όμως τον διεκδικούμε ως ιδιοκτησία μας αποκλειστική. Πώς γίνεται αυτό; Αυτή η συμπλεγματική προσέγγιση στο ζήτημα της μεταχείρισης των Γλυπτών μπορεί να πουλάει στην εκλογική πελατεία, όμως μειώνει τη σημασία του θέματος, γιατί η χρήση των Γλυπτών ως ντεκόρ σε ένα δείπνο δεν θίγει εμάς και τον εθνικό εγωισμό μας, θίγει την οικουμενικότητα των αξιών στις οποίες δίνουν μορφή αυτά τα Γλυπτά.
Προσωπικά, δεν μου κάνει εντύπωση το ήθος που διαπνέει τη χρήση των Γλυπτών με τόσο χυδαίο τρόπο εκ μέρους του Βρετανικού Μουσείου. Είναι το ίδιο ήθος που αναγνωρίζουμε σε εκείνους που τα ξήλωσαν – με πριόνια, παρακαλώ – από το αέτωμα του Παρθενώνα. Οσο φθηνό είναι όμως να κάνεις τα Γλυπτά ντεκόρ για φιλανθρωπικά συμπόσια άλλο τόσο είναι να υποβιβάζεις το ζήτημα προκειμένου να κολακέψεις τους ψηφοφόρους. Εκτός από φθηνό, είναι και κουτό, επειδή δεν εξυπηρετεί την πολιτική διάσταση του θέματος, γιατί ο στόχος της επιστροφής δεν επιτυγχάνεται με εξάρσεις εθνικού εγωισμού. Οποτε βγήκαμε κερδισμένοι στη σύγχρονη ιστορία μας, ήταν επειδή προσαρμόζαμε τα συμφέροντά μας σε κάτι μεγαλύτερο. Για την περίπτωση των Γλυπτών, αυτό το μεγαλύτερο είναι το αίτημα για την επανένωση με το μνημείο. Στο κάτω κάτω, είμαστε απλώς οι φύλακες του μνημείου. Περαστικοί και εμείς όπως όλοι οι άλλοι…







