Ακόμη και στις περιόδους όπου ο ρυθμός και ο τρόπος στον χώρο του τραγουδιού υπαγόρευαν άλλους κανόνες, εκείνη ακολούθησε τη δική της «λογική». Δεν χρειάστηκε να αναμετρηθεί με τις εποχές, απλώς δεν τις ακολούθησε.

Η Αλέκα Κανελλίδου ανήκει στους καλλιτέχνες που, ακόμη και όταν δούλευαν επτά μέρες την εβδομάδα, χάραζαν μια ιδιαίτερη πορεία, σε απόσταση από τις επιταγές της αγοράς ή τις νόρμες της εποχής. Αυτό προκύπτει σχεδόν αβίαστα από τη συζήτηση που είχαμε, με αφορμή τη μοναδική εμφάνισή της στο Αλσος. Σήμερα έχει κάθε λόγο να επιλέγει, να αποσύρεται, να επανέρχεται, και να το κάνει με τον δικό της τρόπο. Η αποψινή της εμφάνιση είναι η μοναδική για το φθινόπωρο. Μια επιλογή που, όπως η ίδια λέει, δεν στηρίχθηκε σε κάποιο σχέδιο ή στρατηγική. «Ετυχε», απαντά και αυτό της φαίνεται αρκετό. Εχει άλλωστε την ελευθερία να διαμορφώνει το πρόγραμμά της όπως θέλει, παραδέχτηκε με άνεση και όπως λέει «το δικαιούμαι». Συνοδοιπόροι στην αποψινή βραδιά ο Τάκης Ζαχαράτος, «ένα πολύ μεγάλο ταλέντο και υπέροχο παιδί» και ο γιος της Γιάννης Γιαννουσάκης. Στην ερώτηση τι σημαίνει για εκείνη η συνεργασία με τον γιο της, η απάντηση έρχεται χωρίς δισταγμό: «Είναι ευλογία. Για χρόνια εκείνος ήθελε να ασχοληθεί με το τραγούδι, αλλά ακολούθησε άλλες επαγγελματικές διαδρομές. Είναι πολύ καλός, έχει μία χροιά δική του, αποκλειστικά δική του, δεν μοιάζει με κανέναν. Φυσικά όμως έχω αγωνία».

Αλλες εποχές

Η Αλέκα Κανελλίδου ανατρέχει στις παλαιότερες εποχές, τότε που τα πάντα ήταν αυστηρά οργανωμένα. Εκείνο το μοντέλο, όπως εξηγεί, δημιουργούσε μια σειρά από απαιτήσεις: είτε είχε διάθεση είτε όχι, όφειλε να ανέβει στη σκηνή και να τραγουδήσει. Θυμάται εκείνα τα χρόνια, τότε που οι εμφανίσεις ήταν σχεδόν καθημερινές – όμως ξεκαθαρίζει, χωρίς δεύτερη σκέψη, πως δεν τα αναπολεί. Οπως λέει χαρακτηριστικά: «Δεν τα αναπολώ καθόλου. Σήμερα οι καλλιτέχνες εμφανίζονται κυρίως τα Σαββατοκύριακα, ή σε σχήματα όπως αυτό του Αλσους τον χειμώνα, όπου κάθε βράδυ υπάρχει διαφορετικός καλλιτέχνης. Αυτός είναι ένας νέος τρόπος για την ψυχαγωγία που έχει ενδιαφέρον. Οταν ήμασταν νεότεροι μπορούσαμε να εμφανιζόμαστε επτά μέρες την εβδομάδα. Οι καθημερινές εμφανίσεις αφορούν τη δεκαετία του ’80. Την επόμενη δεκαετία οι μέρες άρχισαν να μειώνονται. Φυσικά όταν τελείωνε η σεζόν ήθελες κάπου να κρυφτείς, να ξεκουραστείς λίγο. Σήμερα πιστεύω ότι οι λιγότερες εμφανίσεις των καλλιτεχνών τούς δίνει τη δυνατότητα να είναι πιο δημιουργικοί διότι έχουν τον χρόνο να αναπτυχθούν, να πάρουν αποφάσεις με ηρεμία να δουλέψουν αυτό που σχεδιάζουν να φέρουν πάνω στη σκηνή». Κι αυτό, πιστεύει, είναι πολύ πιο ουσιαστικό από την αδιάκοπη υποχρέωση να εμφανίζεται κάθε βράδυ, όπως συνέβαινε παλαιότερα, έξι μέρες την εβδομάδα.

Παρατηρεί ότι οι εποχές αλλάζουν, οι συνήθειες, ο τρόπος διασκέδασης, και μαζί τους και η ίδια η μουσική ζωή, ο τρόπος που διασκεδάζει ο κόσμος. Αλλάζει άραγε και ο τρόπος που δημιουργούν οι καλλιτέχνες; «Οι καλλιτέχνες πάντα εμπνέονται από την εποχή που ζουν. Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Πώς θα μπορούσα να εμπνευστώ από μια εποχή που δεν έχω ζήσει; Πάντα εμπνέομαι από αυτά που νιώθω γύρω μου· από ό,τι αντιλαμβάνομαι ότι θέλει ο κόσμος, από ό,τι θα τον αγγίξει, θα τον κάνει να περάσει καλά ή να συγκινηθεί. Νομίζω πως αυτό ισχύει για όλους μας, όχι μόνο για μένα. Η εποχή μάς καθορίζει».

Οταν η κουβέντα φτάνει στη σχέση με το κοινό, η απάντηση της Αλέκας Κανελλίδου είναι κατηγορηματική: «Αυτό δεν αλλάζει. Αν δεν υπάρχει εκείνη η αλληλεπίδραση με το κοινό – αυτό το “να αλλάζει χέρια”, όπως λέω εγώ – δεν έχει νόημα. Εξαρτάται βέβαια και από το τι του προσφέρεις, τι πρόγραμμα του “πουλάς”, τι μουσική του δίνεις. Δεν είναι παντού το ίδιο. Στη δική μου περίπτωση, όμως, ήταν πάντα το ίδιο. Ο κόσμος ήξερε να απολαμβάνει ένα αργό κομμάτι με την ίδια ένταση που απολάμβανε και ένα πιο κεφάτο. Με τον ίδιο ενθουσιασμό. Αυτό δεν άλλαξε ποτέ».

Η πίεση

Της θυμίζω πως από την αρχή της διαδρομής της διέθετε εκείνον τον σπάνιο συνδυασμό: ένα ωραίο κορίτσι με μια εξαιρετική φωνή – κι όμως, επέλεξε τον δύσκολο δρόμο. Την πίεσαν ποτέ να κάνει άλλες επιλογές; «Οι δισκογραφικές, ναι, πίεζαν. Οπως λένε πάντα “δεν είμαστε φιλανθρωπικά ιδρύματα”. Ηθελαν εμπορικές επιτυχίες. Θα μπορούσα να τραγουδήσω πιο “ελαφρολαϊκά” ή κάτι πιο εμπορικό, αλλά δεν το έκανα γιατί επέλεγα ό,τι με γέμιζε και μου αρκούσε. Ημουν πολύ ξεκάθαρη και είχα κι ένα κοινό που του άρεσε αυτό. Δεν μπήκα ποτέ στη διαδικασία να σκεφτώ αν θα έπρεπε να ενδώσω. Ποτέ. Ετσι είναι η ζωή μου».

Σε αυτό το σημείο, η κουβέντα οδηγείται στο σήμερα και στο αν εξακολουθούν να γράφονται καλά τραγούδια με συναίσθημα, με μελωδία, με ωραίους στίχους. «Βεβαίως και γράφονται. Πάντα υπήρχαν άνθρωποι που είχαν αυτή τη δυνατότητα, υπάρχουν και σήμερα και σε κάθε εποχή. Ακούω τραγούδια με ευαισθησία. Και υπάρχουν και πολύ καλοί ερμηνευτές. Μη γελιόμαστε. Στην Ελλάδα πάντα είχαμε εξαιρετικούς τραγουδιστές. Πολλούς και καλούς».

View this post on Instagram

A post shared by ΤΑ ΝΕΑ (@tanea.gr)