Τον γνώρισα στην Εκθεση Βιβλίου, στον πάγκο των εκδόσεων Οδός Πανός – Σιγαρέτα. Πλάι στον ποιητή Γιώργο Χρονά. Μου χάρισε το βιβλίο του «Στο γκρέμισμα ενός κόσμου». Γεννηθείς το 2000 με σαράντα βιβλία ήδη στο ενεργητικό του. Ο νέος ποιητής και συγγραφέας Κωνσταντίνος Βορβής εξηγεί γιατί γράφει και διαβάζει παθιασμένα. Μήπως είναι μια άσκηση αντοχής του καιρού μας;
Πώς ξεκινάει η περιπέτεια της γραφής για εσάς;
Ξεκίνησα να γράφω από ανάγκη. Οταν φτάνεις στα οριακά σημεία της ψυχής, αναζητείς διέξοδο, σχεδόν απεγνωσμένα, μια πράξη που θα εκτονώσει την ολέθρια ένταση του άκρου. Αυτή η εκτόνωση έχει μονάχα δύο δρόμους: τη δημιουργία ή την καταστροφή, συχνά την αυτοκαταστροφή. Επέλεξα τη δημιουργία. Ξεκίνησα γράφοντας ποίηση, σταδιακά προχώρησα και στο πεζό – αφηγήματα και μικρά διηγήματα –, πειραματίστηκα πολύ και με τα χαϊκού. Μέχρι σήμερα έχω εκδώσει σαράντα βιβλία, τα περισσότερα από τα οποία είναι συλλογές με ποιήματα, πεζά και χαϊκού ανάκατα.
Γράφετε και ποίηση και πεζό σε μια εποχή όπου, όπως φαίνεται, η κουλτούρα της ανάγνωσης υποχωρεί και ο κόσμος μοιάζει κατακερματισμένος στο κινητό του και στο Ιντερνετ. Τι είναι αυτό που σας ωθεί να γράψετε σε μια τέτοια συγκυρία;
Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί αυτή την πραγματικότητα, το αναγνωστικό κοινό μειώνεται μέρα με τη μέρα, το γνωρίζουμε, το βλέπουμε στις εκθέσεις και τα φεστιβάλ βιβλίου, στις πωλήσεις, η ανταπόκριση δεν είναι όπως παλιά. Από την άλλη πλευρά έχει εμφανιστεί και ένας ιδιότυπος «φετιχισμός» απέναντι στο βιβλίο, ίσως διότι ο κόσμος το αντιμετωπίζει ως μια μορφή αντισταθμίσματος απέναντι στην επέλαση του άυλου, του ψηφιακού. Και έτσι αναζητεί καταφύγιο σε κάτι παραδοσιακό, πιο καθιερωμένο στη συλλογική συνείδηση. Οσον αφορά δε τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα την ποίηση, τα πράγματα είναι ακόμα πιο αποκαρδιωτικά – ο αριθμός των αναγνωστών είναι πλέον πολύ περιορισμένος και συνήθως αυτοί κινούνται σε βιβλία και συγγραφείς που θεωρούνται κλασικοί, σπάνια θα πειραματιστούν με κάτι που εμφανίζεται για πρώτη φορά. Ομως υπάρχουν και λίγοι, μια ισχνή μειοψηφία, που θα δώσουν την ευκαιρία και σε νέες φωνές, και σε αυτούς στηριζόμαστε. Η ύπαρξή τους, αλλά πολύ περισσότερο η συναναστροφή μαζί τους, είναι μια σημαντική, ίσως η πιο σημαντική ενθάρρυνση για κάθε συγγραφέα.
Γιατί μια σειρά βιβλίων σας έχει τον τίτλο μιας γειτονιάς ή περιοχής της Αττικής; Εχει προηγηθεί ένα οδοιπορικό σε καθεμία και, αλήθεια, τι γνώμη έχετε για τη νέα τάση της αστυγραφίας;
Η περιπλάνηση σε τοπία αστικά ή βιομηχανικά ήταν και είναι για μένα μια μορφή διαφυγής. Από τότε που έμαθα να οδηγώ εξερεύνησα κάθε γωνιά της Αττικής, από τα νεκρά λατομεία στα Τουρκοβούνια μέχρι τα ορυχεία του Λαυρίου και τα εγκαταλελειμμένα εργοστάσια στα περίχωρα του Πειραιά. Και παλαιότερα, με παρέες εφηβικές που δεν υπάρχουν πια, ανακαλύψαμε τους δρόμους, τα στενά της Αθήνας, την Ομόνοια, τον Αγιο Παντελεήμονα, τα μυστικά του Μεταξουργείου. Ετσι γεννήθηκε μια σειρά από βιβλία, που στην πραγματικότητα αποτελούν ποιητικά οδοιπορικά σε τόπους – Ελευσίνα, Δραπετσώνα, Πατήσια – και έχουν σαν τίτλο το όνομα των περιοχών αυτών. Οι εικόνες εγκατάλειψης και παρακμής αλλά και τα φαινόμενα της νυχτερινής Αθήνας πιστεύω πως διαμόρφωσαν μια συγκεκριμένη αισθητική που κυριαρχεί και στα υπόλοιπα βιβλία μου. Σχετικά με την ανερχόμενη τάση της αστυγραφίας, είναι πράγματι ελκυστική, αρκεί να έχει ψυχή, να μην είναι μια απλή ξενάγηση, μια περιήγηση στο σώμα της πόλης μέσα στον χρόνο.
Τι ρόλο διαδραμάτισε ο ποιητής και εκδότης Γιώργος Χρονάς στην εμπλοκή σας στη λογοτεχνία;
Ο Γιώργος Χρονάς εξέδωσε το πρώτο μου βιβλίο, τα «Τοπία της νύχτας» από τις εκδόσεις Οδός Πανός. Ολα τα βιβλία μου κυκλοφορούν από τις εκδόσεις του και είμαι συνεργάτης του περιοδικού «Οδός Πανός», που σύντομα θα κλείσει μισό αιώνα ζωής. Αλλά για μένα ο Γιώργος Χρονάς υπήρξε κάτι ανεκτίμητο: δάσκαλος τόσο στην τέχνη όσο και στη ζωή. Αλλωστε η ζωή και η τέχνη είναι ένα και το αυτό. Στο σπίτι του άκουσα για τον Ασλάνογλου, τον εύθραυστο αυτόν πρίγκιπα της ποίησης, για τον Μιχάλη Κατσαρό, την Κατερίνα Γώγου. Για όλες τις μυθικές μορφές με τις οποίες συναναστράφηκε και συνδέθηκε. Ομως το πιο σημαντικό του μάθημα ήταν η σιωπή. Το μεγαλείο της απλότητας, από όπου πηγάζει και η αυθεντική ποίηση. Είτε βαδίζοντας κάτω από τους ουρανοξύστες του Μιλάνου είτε στα ανάκτορα του Βουκουρεστίου και τους δρόμους της Σερβίας, στο πλευρό του είδα τον κόσμο μέσα από άλλο πρίσμα. Ετσι όπως τον θέλουν οι μούσες.
Καταγράφεται σήμερα, έστω και σκόρπια, μια νέα ποιητική σκηνή που έχει συχνά στα πεδία της και μια queer θεματολογία αλλά και το θέμα της αστικής μοναξιάς.
Τα ερεθίσματα ενός ποιητή είναι αναπόφευκτα τα ερεθίσματα της εποχής και του περιβάλλοντος όπου ζει, πρώτα από όλα. Αυτά είναι κοινά σε έναν βαθμό σήμερα, τουλάχιστον για τους περισσότερους – η ζωή στις μεγάλες πόλεις, το βίωμα της μοναξιάς και της αποξένωσης, η ερείπωση στις ανθρώπινες σχέσεις. Και μετά έρχεται ασφαλώς το θέμα της ταυτότητας, το πώς αντιλαμβάνεται ο καθένας τον εαυτό του μέσα στον κόσμο. Πάντως οι πειραματισμοί στη θεματολογία της ποίησης πάντοτε είχαν ενδιαφέρον και εξακολουθούν να έχουν.
Σε ποια γενιά εγγράφεστε και πώς βλέπετε το μέλλον σε μια συνθήκη καλπάζουσας τεχνητής νοημοσύνης αλλά και κοινωνικής ρευστοποίησης;
Υπάρχει μια γενιά, στην οποία χρονολογικά ανήκω κι εγώ, ποιητών που γεννήθηκαν κοντά στην αρχή της χιλιετίας και άρχισαν να δημοσιεύουν ποιήματά τους εδώ και 4-5 χρόνια. Είναι η γενιά των νέων που πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια στην οικονομική κρίση και στην εφηβεία τους είδαν την εξέλιξη της πολιτικής κρίσης που ακολούθησε, τα συνθήματα στους τοίχους, τις διαδηλώσεις, τη σύγκρουση των ιδεολογιών. Και μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον έντασης ανδρώθηκε. Επειτα, αντιμετώπισε, σχεδόν απανωτά, τον εγκλεισμό, τις καραντίνες, ένα φαινόμενο εντελώς πρωτόγνωρο, με τις γνωστές συνέπειες. Για το μέλλον είμαι εντελώς απαισιόδοξος. Βρισκόμαστε στο τέλος ενός πολιτισμού και βιώνουμε τα συμπτώματα της παρακμής του. Η επέλαση της τεχνητής νοημοσύνης απλά θα επιταχύνει τα πράγματα.
Ποιες ήταν οι βασικές σας επιρροές;
Η αθλιότητα του σύγχρονου κόσμου και τα προσωπικά μου αδιέξοδα. Μια εικόνα στον προαστιακό ή σε κάποιο πεζοδρόμιο του κέντρου. Οι αυτοκινητόδρομοι και τα αεροδρόμια τη νύχτα. Οι ξένες, μακρινές πόλεις του Βορρά. Και το δειλινό, όπως χρωματίζει κατακόκκινο, αιμάτινο τις ταράτσες και τις πλατείες.







