Την εβδομάδα που πέρασε, άνοιξαν τα σχολεία και τα εξάχρονα της χώρας έκαναν το ντεμπούτο τους στη δημόσια ζωή. Αντικείμενο του σχολιασμού δεν ήταν η πασιφανής ποιοτική υπεροχή της αναδυόμενης γενιάς Βeta (αν και, κρίνοντας από τα πλατιά χαμόγελα, οι γονείς δεν ανησυχούν). Αντιθέτως, τη δημοσιότητα έκλεψαν αρνητικά σχόλια για την πτωτική τάση του συνολικού αριθμού των νέων εγγραφών, μαζί και με μελαγχολικές διαπιστώσεις ότι για να υπάρχουν σχολεία χρειάζονται και παιδιά. Στο τέλος των πληρέστερων ρεπορτάζ, σαν αμήχανη υποσημείωση, υπήρχε η διαπίστωση ότι, αν και προ 6ετίας (το 2019) είχαν γεννηθεί 83.600 παιδιά, εμφανίστηκαν στον αγιασμό μόνο 71.200. Κάπου στην πορεία «χάθηκαν» 12.500 παιδάκια ή το 15% του συνόλου.
Το δαιμόνιο της φυλής; Μήπως τα παιδάκια αντιγράφουν τους μεγαλύτερους και επιδίδονται σε κοπάνες; Μήπως διαμαρτύρονται για τα κενά στα σχολεία, για την εντατικοποίηση της γνώσης και την ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων; Αν και τίποτε δεν αποκλείεται, τόσο γρήγορη κοινωνικοποίηση των 6χρονων, αν και ελπιδοφόρα, θα ήταν μάλλον υπερβολική.
Η δεύτερη περίπτωση θα μπορούσε να είναι η ελλιπής καταγραφή. Ο πάντα προσεκτικός Βύρων Κοτζαμάνης επισημαίνει ότι τα φετινά στοιχεία εξαιρούν τα ιδιωτικά σχολεία. Η ΕΛΣΤΑΤ παράγει στοιχεία για το σύνολο της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, αλλά αυτά συλλέγονται στη μέση της σχολικής χρονιάς, ενώ τα πιο πρόσφατα αφορούν το 2022/23. Δείχνουν μια διαχρονική τάση μετακίνησης προς ιδιωτικά σχολεία, που οπωσδήποτε εξηγεί την επιβάρυνση της κυκλοφορίας από σχολικά στους δρόμους. Πάντως, δύσκολα θα μπορούσε να εξηγήσει διαφορές αυτής της έκτασης.
Τι απομένει; Η πιο πειστική εξήγηση είναι ότι κάποιοι γονείς παιδιών που γεννήθηκαν το 2019 δεν βρίσκονται πλέον στην Ελλάδα, έχοντας φύγει. Οι περισσότεροι θα αποφάσισαν ότι οι οικονομικές προοπτικές θα ήταν καλύτερες εκτός Ελλάδος και ότι η ζωή τους θα ήταν καλύτερη αλλού. Με δεδομένο ότι η γενιά του brain drain φεύγει από την Ελλάδα πριν να σχηματίσει οικογένεια, θα ανέμενε κανείς ότι λίγοι μόνο από τους γονείς των παιδιών που λείπουν είναι γηγενείς. Καταλήγουμε, λοιπόν, στο ότι η μείωση στην Πρώτη Δημοτικού αφορά παιδιά μεταναστών. Οι γονείς αυτοί είναι πιο ανοικτοί και καλύτερα πληροφορημένοι για τους παράγοντες που τους έλκουν σε άλλες χώρες (pull factors). Από την άλλη πλευρά, η βελτίωση της οικονομίας και οι περισσότερες θέσεις εργασίας δεν αποδείχθηκαν ικανό αντίβαρο απέναντι στη γενικευμένη αίσθηση ότι δεν είναι ευπρόσδεκτοι.
Τι σηματοδοτεί, λοιπόν, το μυστήριο των απολεσθέντων 6χρονων; Σαν γενικό σχόλιο υπενθυμίζει ότι οικονομία και δημογραφία είναι κλειστό κύκλωμα, με την οικονομία να αποτελεί τον κινητήριο μοχλό. Στο ειδικότερο θέμα, η γέννηση ενός παιδιού είναι, πάντοτε, εμφατική ψήφος εμπιστοσύνης στο μέλλον. Η μετανάστευση με μικρό παιδί αναιρεί τη διαπίστωση και έτσι αξιολογείται πιο αρνητικά από την αρχική μετακίνηση. Το ότι συμπίπτει με καλύτερες επιδόσεις των οικονομικών της Ελλάδας σηματοδοτεί ότι η βελτίωση αυτή δεν αξιολογείται ως διατηρήσιμη. Η μακροπρόθεσμη μειονεξία της χώρας μας παραμένει. Για να μην ψάχνουμε κάθε χρόνο τα παιδιά που λείπουν, πρέπει να φροντίσουμε η ζωή (γονιών και παιδιών) να είναι καλή – αλλά για όλους τους γονιούς και όλα τα παιδιά, χωρίς αποκλεισμούς.
Ο Πλάτων Τήνιος είναι οικονομολόγος, ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά







