Ο βίαιος, ο αποκρουστικός θάνατος του ριζοσπάστη ακροδεξιού συνωμοσιολόγου Τσάρλι Κερκ, από πυροβολισμό σε Πανεπιστήμιο της Γιούτα, φέρνει ξανά στην επικαιρότητα έναν βαθύ διχασμό στον οποίο βρίσκεται η μεγάλη χώρα πέρα από τον Ατλαντικό. Παιδί του διχασμού αυτού είναι ο Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία, που εδραιώθηκε ως αντίβαρο στον ταυτοτικό λόγο των λεγόμενων αντιαποικιακών κινημάτων – και μαζί των κινημάτων για το φύλο.
Τα έχει περιγράψει ο καθηγητής πολιτικών επιστημών και ιστορικός των ιδεών, όταν υποστήριξε ότι οι συλλογικές ταυτότητες επιδιώκουν να αντικαταστήσουν στις δυτικές κοινωνίες την έννοια του πολίτη, με επιμέρους μικρότερες συλλογικότητες, ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Ο φιλελευθερισμός των ταυτοτήτων έχει εξορίσει τη λέξη «εμείς» από τον αξιοσέβαστο πολιτικό λόγο. Βάθυνε ο κοινωνικός κατακερματισμός, οι θεσμοί απογυμνώνονται από το κύρος τους και η αμφισβήτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας γεννάει αντίδραση – που έφερε στα πράγματα τον Τραμπ. Με τη δοσολογία που ξέρουμε καλά.
Με τραμπούκικη αίσθηση των πραγμάτων, με ακόμα μεγαλύτερη περιφρόνηση στις θεσμικές ισορροπίες, περιστοιχισμένος από έναν ιδεολογικό πολτό που είναι μείγμα άγνοιας, περιφρόνησης της γνώσης, μισαλλόδοξων απόψεων, μίσους κατά των ομοφυλόφιλων, ρατσισμού, θεωριών συνωμοσίας – μαζί με την υποστήριξη της οπλοφορίας. Ο Τσάρλι Κερκ ήταν φορέας αυτών των μισαλλόδοξων απόψεων, τις οποίες είχε κανονικοποιήσει μέσω της παρουσίας του κυρίως στα κοινωνικά δίκτυα αλλά και μιας συστηματικά χτισμένης δημόσιας παρουσίας. Ωσπου κάποιος του επιφύλαξε μια σφαίρα.
Φτάσαμε λοιπόν ξανά στην κατάλυση της ανοχής του άλλου. Στη χώρα που είναι συνυφασμένη με την ελευθερία του λόγου, στη χώρα όπου η ελευθερία καλύπτει ακόμα και το δικαίωμα στον μισαλλόδοξο λόγο, επιστρέφει η βία εναντίον όσων δεν συμφωνούν με την άποψή μας. Ακραία, δολοφονική βία.
Προφανώς, οι ακραίες θέσεις του δολοφονηθέντος δεν δικαιολογούν καμία πράξη βίας. Ωστόσο, η καταδίκη της δολοφονίας και η απαίτηση της σύλληψης του δολοφόνου ή των δολοφόνων του δεν φτάνουν για να δικαιολογηθούν οι ακραίες απόψεις του.
Δυστυχώς, αυτό το αυτονόητο για κράτη δικαίου δεν ισχύει στη δημόσια συζήτηση μετά τη δολοφονία. Πολλοί συντηρητικοί προσπαθούν να κανονικοποιήσουν τον ακροδεξιό εξτρεμιστικό λόγο του δολοφονηθέντος, να τον εμφανίσουν ως έναν κανονικό συντηρητικό που εξοντώθηκε από αιμοσταγείς κομμουνιστές. Η άποψη αυτή είναι εξαγώγιμη. Γι’ αυτό, άλλωστε, γίνεται προσπάθεια και στα ελληνικά κοινωνικά δίκτυα, συχνά χωρίς μια παραπομπή στα πεπραγμένα του, να αποδοθεί ως συντηρητικός δημοκράτης – να λειανθεί δηλαδή ο ακραίος λόγος του. Μου κάνει εντύπωση ότι δεξιοί δημοκράτες κλείνουν τα μάτια (ή δεν ψάχνουν) τις συνήθεις θέσεις του νεκρού.
Εξίσου εντυπωσιακή είναι, όμως, και η προσπάθεια αριστερών να σχετικοποιήσουν τον θάνατό του – είτε τον καταδικάζουν είτε μασάνε τα λόγια τους. Μου έκανε μάλιστα εντύπωση ότι κάποιοι μίλησαν πολύ νωρίς, χωρίς να έχουν λεπτομερή στοιχεία ούτε για τον δολοφονηθέντα είτε για τον πιθανό φονιά του – καταδικάζοντας τον εξτρεμιστικό ακροδεξιό λόγο του Κερκ. Αλλά η έλλειψη πληροφοριών δεν είναι πρόβλημα για αριστερούς. Ο επιστημονικός σοσιαλισμός κατά του Κακού, με τον οποίο όπως λέει ένας φίλος μου έχουν μπολιαστεί, φτάνει και περισσεύει για να εξηγούν χωρίς στοιχεία τον κόσμο και δεν τη γλιτώνει κανείς.
Είδα, μάλιστα, μέχρι και μια λίστα με εγκλήματα που τα έχουν διαπράξει τραμπικοί εξτρεμιστές. Λες και το πρόβλημα είναι ποιος έχει σκοτώσει περισσότερους και όχι η υποκατάσταση του δημοκρατικού διαλόγου από τη φονική βία. Κατανοώ, βέβαια, ότι ο εχθρός δεν δικαιούται να έχει θύματα. Το θύμα, εξ ορισμού ιερό, ανήκει δικαιωματικά μόνο στις τάξεις του Καλού.
Ένα ξεχασμένο έγκλημα
Και μια και μιλάμε για την Ελλάδα και για θύματα της πολιτικής βίας, ας θυμηθούμε πόση απαξία αντιμετώπισαν οι τρεις νεκροί της Μαρφίν – υπήρξε μάλιστα ιδεολογικό ρεύμα που απέδιδε σε αυτούς την ευθύνη του θανάτου τους, επειδή αντί να απεργήσουν πήγαν για δουλειά, για να δώσουν την υπεραξία της εργασίας τους στον καπιταλιστή τραπεζίτη εργοδότη τους.
Επίσης, θέλω να αναφέρω δυο νεκρούς τρομοκρατικής βίας, οι δολοφόνοι των οποίων ουδέποτε εντοπίστηκαν – ενώ κι οι ίδιοι δεν βρήκαν καμία συμπάθεια και ξεχάστηκαν, επειδή υπηρετούσαν μια μισαλλόδοξη ιδεολογία (και σιωπηλά κάνουμε ότι δεν συμβαίνει τίποτα, άλλωστε η ιδεολογία τους συνομολογούν πολλοί ότι έβαλε απέναντί τους τους φονιάδες τους).
Ο λόγος για τον Μανώλη Καπελώνη και τον Γιώργο Φουντούλη, δυο μέλη της Χρυσής Αυγής που περιφρουρούσαν τα γραφεία της οργάνωσης στο Νέο Ηράκλειο την 1η Νοεμβρίου 2013, που σκοτώθηκαν από πυρά που εξαπέλυσαν εναντίον τους δυο άτομα άγνωστης ταυτότητας, που δεν εντοπίστηκαν ποτέ. Ελα μωρέ, είπαν τότε οι περισσότεροι, δυο παλιοχρυσαυγίτες ήταν – κι αν δεν το είπαν, το σκέφτηκαν. Ούτε η αξία της ανθρώπινης ζωής που είναι ιερή, όπως μας αρέσει να λέμε, ούτε το αίτημα για κράτος δικαίου συγκίνησε πολλούς. Μας αρέσει όμως να κρυβόμαστε πίσω από ωραία λόγια χωρίς αντίκρισμα.







