Για πάνω από έναν αιώνα, η φυλακή Μπράσι Μάουντεν ήταν το τέλος της διαδρομής. Χτισμένη σε σχήμα σταυρού, η ωχρή κατασκευή από ασβεστόλιθο στέγασε τους χειρότερους των χειροτέρων – δολοφόνους, τρελούς, τέρατα. Ο όγκος της έστεκε κουρνιασμένος κάτω από τις σημαδεμένες κορυφές των βουνών τριγύρω, τις οποίες οι φύλακες αποκαλούσαν «ο πέμπτος τοίχος».

Τώρα, στέκει άδεια – σκασμένη, μουχλιασμένη, παρακμάζουσα. Ομως κάθε άνοιξη, κοντά στην Πρωταπριλιά, μια παγωμένη, καθαρή μέρα σαν κι αυτή, ένας συνταξιούχος λογιστής εμφανίζεται στην πύλη της. Κουβαλά ένα βιβλίο με δυσοίωνο τίτλο και το χώνει σε μια ρωγμή του τοίχου. Κάπου ανάμεσα στα μεσάνυχτα και το μεσημέρι της επόμενης ημέρας, ανάβει ένα τσιγάρο – τότε ξεκινά ο πιο βασανιστικός αγώνας δρόμου στον κόσμο.

Εφτασε ξημερώματα με ένα μεγάλο φορτηγό μεταφορικής που έβγαζε ντουμάνι από καυσαέρια στο παγωμένο Τενεσί. Ξεγλίστρησε έξω αργά, ακούμπησε σε μια ηλεκτρική βουκέντρα και άναψε τσιγάρο μπροστά στην πύλη της φυλακής. Φορούσε ένα φθαρμένο καρό φανελένιο πουκάμισο και ένα κόκκινο χτυπητό σκουφί που έγραφε «Geezer» – «Γερόλυκος». Το υπόλοιπο παρουσιαστικό του ήταν παραπλανητικό: ένα μπλεγμένο γκρίζο γένι, περιποιημένα νύχια, και μάτια σαν καθρέφτες – έβλεπαν τα πάντα, δεν αποκάλυπταν τίποτα.

Για κάποιους είναι ο Λάζαρους Λέικ. Για άλλους, ο «Λεονάρντο ντα Βίντσι του Πόνου». Στην ταυτότητά του ονομάζεται «Γκάρι Κάντρελ». Οι περισσότεροι τον αποκαλούν απλώς Λαζ. Κυκλοφορούν φήμες ότι κάποτε τον πυροβόλησαν σε έναν μαραθώνιο. Αλλες λένε πως έβγαλε μόνος του τα δόντια του. Πολλοί τον θεωρούν σαδιστή, έναν άνθρωπο που απολαμβάνει να διαλύει ανθρώπους. Αλλοι τον βλέπουν σαν έναν γενειοφόρο άγιο που σπρώχνει τους ανθρώπους στα όριά τους – κι ακόμα παραπέρα.

Μέσα σε ένα ήδη εκκεντρικό άθλημα, οι αγώνες υπερμαραθωνίου που επινοεί αψηφούν τη λογική: αγώνες χωρίς τερματισμό, αγώνες όπου εξηντάρηδες νικούν εικοσάρηδες, αγώνες χωρίς καμία παροχή τροφοδοσίας. Ο Λαζ κάλυψε ένα κενό που λίγοι ήξεραν ότι υπήρχε. Αλλά είναι εδώ, στους Μαραθωνίους Μπάρκλεϊ, που δοκιμάζουν τα όρια της ανθρώπινης αντοχής – σωματικής, ψυχικής και κάθε άλλης. Οι υποψήφιοι δρομείς στέλνουν μια αίτηση με παραλήπτη τον «Ηλίθιο», εσωκλείοντας 1,60 δολάρια και μια έκθεση όπου περιγράφουν γιατί θα έπρεπε να γίνουν δεκτοί. Αν τα καταφέρουν, το τι τους περιμένει είναι… θρυλικό: κατεστραμμένα πόδια, σπασμένες κλείδες, σκισμένα γόνατα. Ενας δρομέας έκανε κουτσαίνοντας 30 χιλιόμετρα με σπασμένο αστράγαλο, απλώς για να φτάσει στο σημείο εγκατάλειψης. Τα τελευταία πέντε χρόνια, κανείς δεν είχε τερματίσει. Σε 36 χρόνια ιστορίας, μόνο 15.

Οταν τον ρώτησα για την αντιφατική φήμη του, απλώς ανασήκωσε τους ώμους. «Οι περισσότεροι θεωρούν δίκαιο αυτό που τους βολεύει. Αν δεν αποτύχεις», είπε ξεφυσώντας καπνό, «πώς θα ξέρεις πόσο μακριά μπορείς να φτάσεις;». Ανοίξαμε την πύλη και πήραμε τον δρόμο προς τη φυλακή. Καθώς περνούσαμε μέσα από τα σκοτεινά βουνά, μου ήρθαν στο μυαλό τα λόγια που μου είχε πει πριν από χρόνια – μέσα από ένα τεστ. Είχα ζητήσει να του πάρω συνέντευξη για τους «New York Times». Αντί απάντησης, μου έστειλε ένα μαθηματικό πρόβλημα που με στοίχειωσε επί μέρες. Δεν την πάλευα καθόλου. Στο τέλος, το έδωσα στη γυναίκα μου, η οποία το έλυσε σε 15 λεπτά. Ετσι το ‘σωσα. Σχεδόν. «Το έδωσες σε άλλον;», με ρώτησε ο Λαζ. Του το ομολόγησα. «Πάντα αφήνεις άλλους να κάνουν τις δικές σου δουλειές;», απάντησε.

Κι όμως, με δέχτηκε. Και τώρα, το 2023, μάλλον ήμουν στο επόμενο τεστ: ακολουθούσα τον Λαζ στο πίσω μέρος της φυλακής. Εκεί, με μια αργή κίνηση, κόλλησε με μονωτική ταινία στον τοίχο ένα βιβλίο με τίτλο «Η τελευταία Διαθήκη». Ενα από τα δεκατρία που τοποθέτησε σε σημεία κατά μήκος της διαδρομής. Από κάθε βιβλίο, οι δρομείς πρέπει να φέρουν μία σελίδα για να αποδείξουν ότι πέρασαν από εκεί. Πέντε γύροι. Εξήντα ώρες. Πάνω από 160 χιλιόμετρα. Αν ρωτήσεις τους μυημένους, μιλούν για 200. Ο Λαζ απλώς υποστηρίζει πως η άγνοια είναι μέρος της διασκέδασης.

Δίπλα από ένα ρυάκι που χυνόταν σε τούνελ κάτω απ’ τη φυλακή, έδειξε τον διάδρομο που έπρεπε να περάσουν οι δρομείς. Τη νύχτα συμμετέχοντες έχουν πει πως άκουγαν ραδιόφωνα, φωνές, ονόματα. Κάποιοι ορκίζονταν πως τους παρακολουθούσαν. Κανείς δεν ήξερε ποιος. «Θα βγουν από εδώ», είπε με ένα είδος χαράς, δείχνοντας έναν γλιστερό άξονα. «Και μετά εκεί.» Εδειξε με τη βουκέντρα μια πλαγιά που δεν ανηφόριζε απλά, αλλά ορμούσε προς τον ουρανό. Γωνία 60 μοιρών, κορμοί στριμωγμένοι σαν να πάλευαν για αέρα. «Το αποκαλούμε “Το Κακό Πράγμα”».

Αυτό το μέρος είναι στοιχειωμένο, μου είχε πει κάποιος για τη φυλακή ακριβώς από κάτω. Μου περιέγραψε τα μπουντρούμια, τα τσιγκέλια για βασανιστήρια, και τα ορυχεία στο βουνό όπου θάβονταν ζωντανοί εργάτες.

«Θεέ μου, αυτό θέλει σκοινί», είπα χαμηλόφωνα κοιτάζοντας το Κακό Πράγμα. Ο Λαζ γέλασε περιφρονητικά. «Ελα τώρα, αυτό είναι μόνο το πρώτο κομμάτι!». Ολόκληρος ο αγώνας είναι ένα τερατώδες σύνολο από αναβάσεις – περισσότερα από 20.750 μέτρα θετικής υψομετρικής διαφοράς, πάνω από δύο Εβερεστ και ένα Κιλιμάντζαρο. Οι θάμνοι είναι τόσο πυκνοί και τα αγκάθια τους σε αρπάζουν μόλις νομίζεις ότι τους έχεις περάσει.

«Αν κάνεις ένα λάθος, θα κατρακυλήσεις σαν μπάλα», ψέλλισα.

«Μπα, θα βρεις σε κάποιο δέντρο πριν φτάσεις κάτω», γέλασε ο Λαζ γυρνώντας προς το αυτοκίνητο. «Θα σακατευτείς λίγο. Αλλά θα ζήσεις».

Λίγο αργότερα το φορτηγό του Λαζ προχωρούσε μέσα στο Πάρκο Φρόζεν Χεντ. Το δάσος πύκνωνε, το κινητό μου δεν είχε καν σήμα. Η περιοχή είχε ιδιαίτερο μικροκλίμα: η θερμοκρασία μπορούσε να κυμανθεί από 26 έως -9 βαθμούς Κελσίου μέσα στον ίδιο γύρο. Στο τέρμα του δρόμου, μια σκουριασμένη πύλη περίμενε. Εκεί θα παιζόταν το προσκλητήριο, και εκεί θα άναβε το τσιγάρο. Μόνο ο Λαζ ήξερε πότε.

Οι βετεράνοι δρομείς του έφερναν δώρα: τσιγάρα, κάλτσες, μπλουζάκια. Οι πρωτάρηδες, πινακίδες αυτοκινήτων από τα μέρη τους – είχε μαζέψει πινακίδες μέχρι κι από τη Αφρική, την Αυστραλία έως την… Ανταρκτική. Ολοι στέκονταν σιωπηλοί, περιμένοντας. Οχι για τα βουνά. Για τον Λαζ. Για το τσιγάρο. Για την πρόκληση.

«Καλώς ήρθες στην Κόλαση», λέει ο Λαζ σε έναν δρομέα. «Καμία συμβουλή;» τον ρωτά ένας άλλος. «Τράβα σπίτι σου!», του απαντά δίνοντάς του το μπλουζάκι της διοργάνωσης που απεικονίζει έναν δρομέα να τον κυνηγούν μια αρκούδα κι ένα πούμα και σύνθημα «Το χειρότερο σενάριο είναι μόνο η αρχή». Ολοι αντιγράφουν χειρόγραφα τον χάρτη με τη διαδρομή που κυκλοφορεί. Παίρνουν επίσης κάποιες επίτηδες ασαφείς οδηγίες. Ακόμη και οι παλιοί χάνονται. Κανείς δεν ξέρει πότε θα ξεκινήσει ο αγώνας. Οταν θα ακουγόταν η μπουρού, είχες μία ώρα να ετοιμαστείς. Μετά ο Λαζ θα άναβε το τσιγάρο του.

Μια ριπή αέρα έκανε ένα χαρτί καρφωμένο σε ένα δέντρο να τρεμοπαίξει. Εγραφε με μαρκαδόρο: «ΙΑΤΡΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ – για ΘΑΝΑΤΟΥΣ, παρ’ ολίγον θανάτους, και άλλα σοβαρά» κι από κάτω ένα τηλέφωνο. Μα γιατί το κάνουν; αναρωτήθηκα. Γιατί το κάνει εκείνος; Θυμήθηκα τα λόγια της κορυφαίας υπερμαραθωνοδρόμου Κόρτνι Νταουόλτερ: «Ο Λαζ δεν θέλει να βασανίσει ανθρώπους. Φτιάχνει αυτά τα τρελά δύσκολα, γιατί πιστεύει ότι έχουμε μέσα μας περισσότερα απ’ όσα νομίζουμε».

Μόλις είχα αρχίσει να ξανανιώθω τα δάχτυλά μου, όταν ο καιρός άλλαξε. Σκοτείνιασε. Ενας άνεμος ξέσπασε, ταράζοντας τις σκηνές. Σαν να τραβήχτηκε ένας μοχλός. Το κρύο έπεσε, και άρχισε να ρίχνει χαλάζι. Ο Λαζ στεκόταν κοιτάζοντας τον ουρανό, πίνοντας χαλαρά το αναψυκτικό του. Δίπλα του, μια πινακίδα αυτοκινήτου από το Τενεσί ανέμιζε. «SURVIVE», έγραφε. «ΕΠΙΒΙΩΣΕ».