Ισως ο όρος «κατάχρηση εξουσίας» να ακούγεται σήμερα παρωχημένος, χαρακτηριστικό άλλων εποχών, αυταρχικών καθεστώτων, αλόγιστης χρήσης ισχύος από τις μονάδες τήρησης της τάξης κ.ο.κ. – για να επαναφέρουμε στη μνήμη μας την ομότιτλη ταινία με τον Ν. Κούρκουλο, τον Μ. Κατράκη και τον Σπ. Καλογήρου. Πάντως, από την οπτική του διοικητικού δικαίου – ομοίως, βέβαια, και στο ποινικό δίκαιο, άρ. 239 ΠΚ – ο όρος παραμένει απόλυτα επίκαιρος, εάν προσβλέψουμε στον τέταρτο λόγο ακυρώσεως των διοικητικών πράξεων στο άρ. 48 του π.δ. 18/1989. Πρόκειται για την περίπτωση που «η πράξη της Διοικήσεως φέρει μεν καθεαυτήν όλα τα στοιχεία της νομιμότητας, γίνεται, όμως, για σκοπό καταδήλως άλλον από αυτόν για τον οποίον νομοθετήθηκε». Για παράδειγμα, ενώ η αναγκαστική απαλλοτρίωση ορισμένης έκτασης προϋποθέτει δημόσιο σκοπό, όπως είναι η διάνοιξη οδού, το διοικητικό όργανο κηρύσσει απαλλοτρίωση επικαλούμενο αυτόν τον σκοπό, ενδόμυχα, ωστόσο, επιθυμεί να βλάψει τον ιδιοκτήτη της έκτασης με την αφαίρεση της ιδιοκτησίας του ή να αποσοβήσει τη διέλευση της οδού από το δικό του ακίνητο, όπως θα ήταν το επωφελέστερο από χωρικής απόψεως. Υπάρχει ένα στοιχείο δόλου στην κατάχρηση εξουσίας, το οποίο καθιστά τον λόγο αυτόν ακυρώσεως δυσαπόδεικτο και εν πολλοίς ανενεργό. Πλην αυτού, καταλαμβάνει πράξεις που εκδίδονται μόνον κατ’ ευχέρεια της διοίκησης – ώστε να διαθέτει το όργανο «εξουσία», την οποία στη συνέχεια θα «καταχρασθεί» – ατομικού χαρακτήρα, καθόσον δεν είναι δυνατό να συντρέχει τέτοιος ιδιοτελής σκοπός σε περίπτωση πράξεων γενικού (κανονιστικού) χαρακτήρα, θα πρέπει η κατάχρηση να είναι κατάδηλη κ.ο.κ. Αυτά διδάσκουμε στο Πανεπιστήμιο και έτσι έχουν τα πράγματα. Πρόκειται για λόγο ακυρώσεως θεωρητικού περισσότερο χαρακτήρα.
Η πράξη, όμως, είναι, όπως αποδεικνύεται συχνά, πιο ευφάνταστη από τον ανθρώπινο νου και τα βιβλία. Ακουσα πρόσφατα μία ιστορία η οποία μού θύμισε τον λόγο ακυρώσεως περί κατάχρησης εξουσίας. Μόνιμος υπάλληλος ΟΤΑ στοχοποιήθηκε από προϊστάμενο αιρετό όργανο, διότι δεν τον στήριξε (ο υπάλληλος) στις εκλογές. Ο υπάλληλος μετακινήθηκε δυσμενώς «λόγω υπηρεσιακών αναγκών», στην πραγματικότητα, όμως, διότι σύντομα θα καταλάμβανε θέση προϊσταμένου εκεί, όπου ήταν τοποθετημένος, και αυτό δεν ήταν αρεστό. Υπηρεσιακές ανάγκες δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να τεκμηριωθούν από την υπηρεσία. Από την άλλη, τα οργανωτικά ζητήματα της υπηρεσίας μόνον οριακά ελέγχονται από τον δικαστή. Κατά συνέπεια, παρότι η μετακίνηση έλαβε χώρα για σκοπό καταδήλως διαφορετικό από τον νόμιμο, ο υπάλληλος δεν έχει τη δυνατότητα να το αποδείξει και να ακυρώσει την πράξη. Δεν θα μπορέσει να αφαιρέσει το πέπλο του τεκμηρίου νομιμότητας που καλύπτει τη διοικητική δράση. Θα πρέπει να κινήσει ποινική δίκη, να ανεύρει συναδέλφους πρόθυμους να καταγγείλουν τον προϊστάμενό τους (;), να εξασφαλίσει μία ποινική απόφαση και στη συνέχεια να ζητήσει την ακύρωση της πράξης από τη διοικητική δικαιοσύνη λόγω «κατάχρησης εξουσίας». Πόσο εύκολο είναι αυτό; Πόσο πιθανό; Για μία μετακίνηση;
Τα γράφουμε αυτά, διότι εν έτει 2025, σε μία δικαιοκρατούμενη πολιτεία, όπως η ελληνική, φαίνεται ότι παραμένουν πτυχές του διοικητικού γίγνεσθαι που δεν μπορούν να ελεγχθούν. Είναι περιπτώσεις που το νομικό μας οπλοστάσιο δεν μπορεί να ανταποκριθεί ή απαιτεί δυσανάλογο μόχθο προς τούτο. Είναι ίσως η περίπτωση που το Δίκαιο παραμένει ένα απρόσωπο σύστημα κανόνων, που δεν μπορεί να συλλάβει τον εσωτερικό άνθρωπο. Δεν προχωρώ παραπέρα, γιατί η θεματική είναι τεράστια.







