Η δημοσιογράφος Φοίβη Γκρίνγουντ έχει καλύψει το Παλαιστινιακό για περισσότερα από δέκα χρόνια. Από το 2010 και για τέσσερα χρόνια ήταν ανταποκρίτρια για μεγάλα βρετανικά μέσα στην Ιερουσαλήμ και έπειτα επέστρεψε στο Λονδίνο ούσα πια συντάκτρια Διεθνών Θεμάτων της «Guardian» και στελεχώνοντας αποστολές της μεγάλης βρετανικής εφημερίδας στην Παλαιστίνη. Τη συναντήσαμε με αφορμή την κυκλοφορία του μυθιστορήματός της «Vulture» (Europa Editions), μιας πικρής σάτιρας για τη ζωή των πολεμικών ανταποκριτών στην περιοχή όπου βρισκόταν και η ίδια. Πρωταγωνίστρια του βιβλίου είναι μια νεαρή δημοσιογράφος, η Σάρα, η οποία καλύπτει τη σύγκρουση ΙσραήλΠαλαιστίνης το 2012. Καθώς βλέπουμε την ψυχρή και χωρίς συναίσθημα Σάρα να προσπαθεί να βρει μια «καλή ιστορία» να στείλει στην εφημερίδα της, ενώ γύρω της οι Παλαιστίνιοι υποφέρουν, ξεδιπλώνεται μια αιχμηρή σάτιρα τόσο για τη δημοσιογραφική βιομηχανία όσο και για το προνόμιο των πολεμικών ανταποκριτών της Δύσης. Οπως μας λέει και η ίδια η Γκρίνγουντ: «Με κάποιον τρόπο είμαστε όλοι η Σάρα: κοιτάμε τις τραγωδίες που ζουν άλλοι και μετά τις προσπερνάμε για να δούμε τις φωτογραφίες από τις διακοπές κάποιου άλλου».

Ποια ήταν η σημαντικότερη εμπειρία σας από τη Γάζα;

Η εμπειρία μου στον πόλεμο του 2012 ήταν καθοριστική. Ημουν η πρώτη ξένη δημοσιογράφος μέσα στη Γάζα όταν ξέσπασε η σύγκρουση και έμεινα μέχρι δύο μέρες μετά τη λήξη της. Ηταν η πρώτη φορά που κάλυπτα ολόκληρη σύγκρουση και η ένταση ήταν συντριπτική.

Ως ξένη ανταποκρίτρια βρίσκεσαι σε παράδοξη θέση: είσαι μέρος του πολέμου αλλά και προστατευμένη. Συνεργάζεσαι με παλαιστίνιους συναδέλφους, για επικοινωνία στα αραβικά, για επαφές, πρόσβαση: για τα πάντα. Μένεις σε ξενοδοχεία γεμάτα ξένους δημοσιογράφους, γνωρίζοντας ότι οποιοδήποτε πλήγμα εκεί θα προκαλούσε διεθνή κρίση. Παρά την ασφάλεια, συναντάς ανθρώπους στις πιο δραματικές στιγμές της ζωής τους, έπειτα από βομβαρδισμένα σπίτια ή την απώλεια παιδιών και συζύγων. Αναρωτιόμουν γιατί χρειάζονται μορφωμένοι, προνομιούχοι ξένοι για να μεταδώσουν τις τραγωδίες άλλων υπό προστασία. Μ’ έναν τρόπο καταναλώνουμε αυτές τις ιστορίες χωρίς να τις αφομοιώνουμε. Μια χαρακτηριστική ιστορία από το Αφγανιστάν: ένας ιταλός φωτογράφος φωτογράφισε έναν ημιθανή Ταλιμπάν αντί να τον βοηθήσει. Τα ΜΜΕ συμφώνησαν ότι ήταν σωστό – παρατηρείς, δεν παρεμβαίνεις. Για μένα, όμως, δεν φαινόταν ηθικά σωστό. Στη σύγκρουση Ισραήλ – Παλαιστίνης, η παρατήρηση δεν αρκεί όταν κανείς δεν ακούει. Υπάρχει καθήκον να ελέγχεις την εξουσία, να κρούεις τον κώδωνα, να δηλώνεις ότι αυτό είναι απαράδεκτο. Η έλλειψη παγκόσμιας αγανάκτησης συνέβαλε στην κατάσταση που βλέπουμε σήμερα.

Ο πόλεμος του 2012, παρά τη μικρή διάρκειά του, ήταν μια «μικρο-σύγκρουση» που μου άνοιξε τα μάτια για το πώς η Δύση αλληλεπιδρά με τους πολέμους άλλων ανθρώπων.

Τι σας ενόχλησε στη δημοσιογραφική κουλτούρα και γράψατε αυτή τη σάτιρα;

Πριν από την Ιερουσαλήμ είχα καλύψει άλλες συγκρούσεις και καταστροφές, όπως στην Αϊτή μετά τον σεισμό, στο Πακιστάν και την Υεμένη. Ημουν αφελής αλλά σοκαρίστηκα από τη στάση ανθρώπων που εργάζονται σε αυτά τα περιβάλλοντα – δημοσιογράφων και εργαζομένων ανθρωπιστικών οργανισμών – που συνδύαζαν υπερβολικό θράσος, επιδεικτική αυτοπεποίθηση και ψυχρότητα. Στην Αϊτή, λίγες μέρες μετά τον σεισμό, υπήρχε υπερσεξουαλικοποιημένη ατμόσφαιρα στα γραφεία του ΟΗΕ, με ένα μεγάλο μπολ προφυλακτικών να εξαφανίζεται σε ώρες και ανθρώπους να δεσμεύουν χώρους γραφείων για να κάνουν σεξ, ενώ έξω από τα γραφεία να μυρίζεις πτώματα που μύριζαν κάτω από τα συντρίμμια. Στην Ιερουσαλήμ, οι ανταποκριτές, συχνά «διασημότητες» του ρεπορτάζ, συζητούσαν για τις χειρότερες συγκρούσεις που είχαν καλύψει, σαν να ήταν παράσημα κύρους.

Στη Γάζα, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι έμεναν σε πολυτελή ξενοδοχεία, παραγγέλνοντας καφέδες από σερβιτόρους των οποίων οι οικογένειες κινδύνευαν. Φυσικά δεν περιμένω να ζήσουν μέσα στην τραγωδία που καλύπτουν αλλά μου φαινόταν σαν την τελευταία αποδεκτή μορφή αποικιοκρατίας: μια εισαγόμενη ελίτ που έρχεται να διηγηθεί τις ιστορίες του κόσμου και φεύγει ξανά. Σήμερα νομίζω πως έχει αλλάξει αυτό, γιατί καλύπτει πια τις συγκρούσεις μια νεότερη γενιά δημοσιογράφων με περισσότερη ευαισθησία και ειλικρινή περιέργεια.

Πιστεύω πολύ στη σημασία της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας, αλλά η πίστη αυτή απαιτεί αυτοκριτική. Αν τα ΜΜΕ δεν ελέγχουν τον εαυτό τους, αφήνουν χώρο σε πολιτικούς και άλλους που δεν ενδιαφέρονται για τη δημοσιογραφία. Για μένα, η σάτιρα ήταν ο καλύτερος τρόπος να επισημάνω τις αδυναμίες

Γιατί ονομάσατε το βιβλίο «Vulture», που σημαίνει γύπας, όρνιο;

Ο όρος «vulture» χρησιμοποιείται συχνά από δημοσιογράφους, με αυτοσαρκαστικό τρόπο, για να αναγνωρίσουν ότι η δουλειά τους βασίζεται εν μέρει στην αναφορά του θανάτου και της καταστροφής άλλων ανθρώπων. Ο τίτλος λειτουργεί τόσο λόγω των πουλιών στο βιβλίο όσο και λόγω του πένθους.

Η Σάρα, η πρωταγωνίστρια, μαθαίνει να θρηνεί για τις δικές της απώλειες, ακόμα κι αν είναι μικρότερες. Το πουλί συμβολίζει τη θλίψη και τα συναισθήματα που δεν μπορεί να επεξεργαστεί. Οι ξένοι ανταποκριτές δεν είναι ήρωες, ούτε θυσιάζονται· επιλέγουν να πάνε εκεί, μπορούν να φύγουν οποιαδήποτε στιγμή και προστατεύονται. Ο τίτλος είναι αυτοσαρκαστικός. Η εμπειρία μου δεν με έκανε να νιώσω γενναιότητα· ήταν σοκαριστική και συνοδευόταν από δυσφορία, καθώς προχωρούσα την καριέρα μου ενώ γύρω μου συνέβαινε μια τραγωδία.

Άν ξαναπηγαίνατε στη Γάζα για ρεπορτάζ, θα κάνατε κάτι διαφορετικά σήμερα;

Ήμουν περήφανη για τη δουλειά μου, αλλά θα πίεζα περισσότερο. Θα είχα περισσότερη αυτοπεποίθηση για να αποκαλώ τα πράγματα με το όνομά τους: εγκλήματα πολέμου, φρικαλεότητες. Υπάρχει μεγάλη προσοχή στη χρήση όρων όπως «γενοκτονία», «απαρτχάιντ», «εθνοκάθαρση». Αν είχαμε επιμείνει σε ξεκάθαρη γλώσσα, θα είχαμε υπηρετήσει καλύτερα την αλήθεια. Ως νεαρή δημοσιογράφος υπακούς στους πιο έμπειρους και στους κανόνες της βιομηχανίας, όμως ένιωσα ότι δεν έθεσα αρκετά θεμελιώδη ερωτήματα· όχι μόνο τι συνέβαινε, αλλά και γιατί το επέτρεπαν να συμβαίνει.

Πώς νιώθετε τώρα για την κάλυψη του πολέμου στη Γάζα;

Είναι βασανιστικό. Οι ξένοι δημοσιογράφοι δεν έχουν πρόσβαση· στηριζόμαστε στην εργασία παλαιστινίων ρεπόρτερ, που σκοτώνονται, ουσιαστικά αποδεχόμενοι θανατική ποινή για να μας μεταφέρουν ειδήσεις. Η κλίμακα της καταστροφής στη Γάζα είναι πρωτοφανής, ίσως μοναδική στον 21ο αιώνα. Παράλληλα, είναι απογοητευτικό να βλέπεις πόσο αργά τα μεγάλα ΜΜΕ εκφράζουν οργή. Ρεπορτάζ του BBC για βία από εποίκους στη Δυτική Οχθη, όπου ένας άνδρας ξυλοκοπήθηκε τόσο από εποίκους όσο και από στρατιώτες, έθετε εσφαλμένα ερωτήσεις όπως: «Εφόσον νιώθετε τέτοια ανασφάλεια, γιατί δεν φεύγετε;». Κάποιος θα πει πως έκανε ο ρεπόρτερ απλώς τη δουλειά του. Αλλά θα το ρωτούσε αυτό σε κάποιον Ουκρανό της Κριμαίας; Δεν νομίζω. Το πρόβλημα με αυτή τη σύγκρουση είναι πως το ποιος είναι ο «κακός» δεν είναι ξεκάθαρο στη Δύση, όπως συμβαίνει με τον πόλεμο στην Ουκρανία, όπου ο κακός είναι ξεκάθαρα ο Πούτιν· εδώ η Χαμάς είναι ο κακός, αλλά το Ισραήλ, χρηματοδοτούμενο και προστατευμένο, ενεργεί επίσης ως «κακός». Οι πολιτικοί λένε σωστά λόγια για το διεθνές δίκαιο, αλλά δεν κάνουν τίποτα.

Υπήρξε κάποια αλλαγή όταν κηρύχθηκε λιμός για δύο εκατομμύρια ανθρώπους και ο Νετανιάχου κλιμάκωσε την κατάληψη της πόλης της Γάζας· τα μέσα άρχισαν να δείχνουν την απαιτούμενη οργή, αλλά οι πολιτικοί όχι. Η απόσταση μεταξύ οργής του κοινού και πολιτικής αδράνειας παραμένει εμφανής.