Πρώτη το μπουμπούνισε η «Εφημερίδα των Συντακτών» (Ο Ζελένσκι πάει Ουάσιγκτον με τους… κηδεμόνες του) αλλά από το κρεβάτι του πόνου απ’ όπου εκπέμπω δεν φαντάστηκα ότι αποτελώ στοχευμένο κοινό για τέτοιου είδους γραμμιτζίδικες διατυπώσεις. Πού μυαλό; Με βασάνιζε άλλωστε ο δικός μου κηδεμόνας, μια σιδεριά καφασωτή που πιάνει από τα δάχτυλα των ποδιών ίσα με το μηριαίο και με σουβλίζει νυχθημερόν σε οκτώ σημεία της ποδοκνημικής αλλά δεν βγάζω κιχ γιατί δικό μου ήταν το λάθος που πήγα κι έπεσα από τη σκάλα. Τα σκαλοπάτια δεν ήταν γλιστερά, ούτε ξεκαλουπωμένα και, το βασικότερο, δεν ήταν κανείς μπροστά να μου εμποδίζει την κατεβασιά, ούτε και πίσω μου να με σπρώξει επίτηδες, κι όμως… Mea culpa που την πληρώνουν τώρα αυτοί που με γιατροπορεύουν. «Ελα, έλα, μην γκρινιάζεις! Με αυτόν τον κηδεμόνα που φοράς είσαι πια μες στη μόδα!» με κογιονάρουν από προχθές, κάθε που με πλησιάζουν, με την ένεση σαδιστικά αναπεπταμένη, να τους υποδείξω πού να μου την μπήξουν.

Σίγουρα το δεύτερο λάθος μου θα ήταν μεγαλύτερο του πρώτου αν τυχόν αρνιόμουν τη θεραπεία, αλλά και πάλι νιώθω ένοχη. Ενοχη και ηλίθια αποπάνω που απασχολώ ένα κατ’ εξοχήν δημόσιο βήμα, όπως είναι μια εφημερίδα, μπλέκοντας τα ιδιωτικά με τα δημόσια. Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που έμαθα από τους δασκάλους μου στη δημοσιογραφία. Ότι η εφημερίδα δεν είναι τραμπολίνο να σε πετάξει ψηλά ούτε χώρος για προνομιακές γνωριμίες, ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα. Σήμερα βέβαια τα ακούμε όλα αυτά και γελάμε. Γελάει όμως καλύτερα αυτός που δεν γελάει καθόλου.

Αν πρέπει πάντως να μιλήσουμε για «κηδεμόνες», διαλέγω αβλεπεί τον Εμανουέλ Μακρόν γιατί ήταν ο μόνος που μίλησε σαν πραγματικός ευρωπαίος πολιτικός. «Ο Πούτιν για να επιβιώσει έχει ανάγκη να συνεχίσει να τρώει. Αυτό ακριβώς. Είναι αρπακτικό, είναι ένα τέρας στις πόρτες μας. Δεν λέω ότι αύριο είναι η σειρά της Γαλλίας να δεχθεί επίθεση, αλλά επιτέλους αποτελεί απειλή για τους Ευρωπαίους (…) και δεν πρέπει να είμαστε αφελείς». Είμαστε; Πάρε τον χρόνο σου και πες μου.