Εκατομμύρια άνθρωποι έχουν διαβάσει την πρόταση με την οποία ξεκινά το δυστοπικό μυθιστόρημα «1984» του Τζορτζ Οργουελ: «Ηταν μια λαμπερή κρύα μέρα του Απριλίου και τα ρολόγια χτυπούσαν δεκατρία». Αλλά πολύ λιγότεροι αναγνώστες γνωρίζουν ότι ο συγγραφέας αρχικά την είχε ξεκινήσει ως: «Ηταν μια κρύα με μανιασμένο αέρα μέρα στις αρχές Απριλίου και ένα εκατομμύριο ραδιόφωνα χτυπούσαν δεκατρία». Αυτό το αναθεωρημένο κείμενο όπως και πολλές ακόμη εκδοχές του «1984» περιέχονται στο πρωτότυπο χειρόγραφο του Οργουελ του 1949, το οποίο φυλάσσεται στις ειδικές συλλογές της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Brown στη Βιβλιοθήκη Τζον Χέι. Φοιτητές και μελετητές μπορούν να αντλήσουν γνώσεις για τη συγγραφική διαδικασία του συγγραφέα μελετώντας το κειμήλιο, το οποίο θεωρείται το μοναδικό σωζόμενο χειρόγραφο του Οργουελ, σύμφωνα με την επικεφαλής των ειδικών συλλογών διδασκαλίας του Brown, Χίδερ Κόουλ.
Και είναι αυτός ο παράξενος Αύγουστος που 80 χρόνια μετά την έκδοση της «Φάρμας των ζώων», της αλληγορικής ιστορίας που στοχεύει τον σταλινικό ολοκληρωτισμό, οι ηγέτες της Δύσης, της Αμερικής και της Ρωσίας προετοιμάζουν με τις συναντήσεις τους μία ατμόσφαιρα νέας δυστοπίας, ώστε τα έργα του Τζορτζ Οργουελ να αποκτήσουν μία απρόβλεπτη επικαιροποίηση.
Η «Φάρμα των Ζώων»
Ο Ερικ Αρθουρ Μπλερ (το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ήταν Τζορτζ Οργουελ) ξεκίνησε να γράφει τη «Φάρμα των ζώων», το φθινόπωρο του 1943. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στην Guardian, o Ρίτσαρντ Μπλερ, ο υιοθετημένος γιος του αναφέρει ότι η μητέρα του και σύζυγος του Οργουελ, η οποία ήταν υπάλληλος του υπουργείου Τροφίμων, συμμετείχε πολύ ενεργά στη διαμόρφωση του βιβλίου. Δαχτυλογραφούσε και επιμελούνταν τα κείμενα του άνδρα της, κάνοντας λεπτομερείς διορθώσεις και παρεμβάσεις όπου θεωρούσε ότι ήταν απαραίτητο. «Κάθε βράδυ ο πατέρας μου διάβαζε στη μητέρα μου ό,τι είχε γράψει, κάτω από τις βαριές κουβέρτες στο κρεβάτι. Ηταν το μόνο ζεστό μέρος στο διαμέρισμα. Συζητούσαν για την εξέλιξη της ιστορίας και για το πού μπορούσε να οδηγηθεί» θυμάται ο Ρίτσαρντ Μπλερ.
Στο βιβλίο του “Becoming George Orwell” (Princeton University Press, 2020), ο Τζον Ρόντεν αναφέρει ότι ο Οργουελ έγραψε το χειρόγραφο της «Φάρμας των ζώων» μεταξύ 1943 και 1944 ύστερα από την εμπειρία του στον ισπανικό Εμφύλιο όπου συμμετείχε το 1936 για να πολεμήσει στο πλευρό των Δημοκρατικών. Σύντομα όμως, στις τάξεις του POUM (Εργατικό Κόμμα Μαρξιστικής Ενοποίησης), μιας ισπανικής αντισταλινικής ομάδας κομμουνιστών, παρακολούθησε από κοντά την εξέγερση των κομμουνιστών εναντίον των πρώην αναρχικών συντρόφων τους. Αργότερα, ο ίδιος, στον πρόλογο της ουκρανικής έκδοσης της «Φάρμας» (το 1947) εξηγούσε ότι η διαφυγή από τις κομμουνιστικές εκκαθαρίσεις στην Ισπανία τού έμαθε «πόσο εύκολα η ολοκληρωτική προπαγάνδα μπορεί να χειραγωγήσει την άποψη των πεφωτισμένων ανθρώπων σε δημοκρατικές χώρες». Αυτό τον κινητοποίησε να εκθέσει και να καταδικάσει τη σταλινική «προδοσία» γράφοντας «το μικρό καλαμπούρι», όπως αποκαλούσε ο ίδιος τη «Φάρμα των ζώων». Για τον Οργουελ, το συγκεκριμένο έργο στρεφόταν ειδικά εναντίον της σοβιετικής επανάστασης και όχι γενικά κατά των επαναστάσεων.
Απορρίψεις
Η «Φάρμα» κυκλοφόρησε στις 17 Αυγούστου του 1945 από τον μικρό εκδοτικό οίκο Secker & Warburg. Ωστόσο η βρετανική Αριστερά το απέρριψε και αρκετοί εκδότες ήταν αρνητικοί στην έκδοσή του. Ανάμεσα τους ο Faber and Faber όπου εκείνη την εποχή θέση επιμελητή είχε ο Τ.Σ. Ελιοτ. Ο ποιητής, που δήλωνε υποστηρικτής των Τόρις, όταν πήρε στα χέρια του το χειρόγραφο της «Φάρμας» το αποδοκίμασε. Και στην επιστολή του προς τον συγγραφέα της επισημαίνει: «Συμφωνούμε πως το κείμενό σας είναι ξεχωριστό, πως έχετε γράψει ένα παραμύθι με επιδεξιότητα και πως η αφήγηση αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη – και αυτό είναι κάτι που πολύ λίγοι συγγραφείς έχουν καταφέρει από τα “Ταξίδια του Γκιούλιβερ” κι έπειτα. Από την άλλη, δεν έχουμε την πεποίθηση (και είμαι βέβαιος πως οι υπόλοιποι διευθυντές θα συμφωνούσαν μαζί μας) πως η οπτική που προτείνετε είναι κατάλληλη για να εξετάσουμε την τρέχουσα πολιτική κατάσταση […] Λυπάμαι πολύ, γιατί όποιος το δημοσιεύσει φυσικά θα έχει την ευκαιρία να δημοσιεύσει και τα μελλοντικά σας έργα: εκτιμώ τη δουλειά σας, γιατί γράφετε καλά, με μεγάλη εντιμότητα».
Η απόρριψη της «Φάρμας» από τέσσερις εκδότες προκάλεσε την αντίδραση του Οργουελ. Και το 1946, σε δοκίμιο του για τον ούγγρο διανοούμενο Αρθουρ Κέσλερ γράφει: «Το αμάρτημα σχεδόν όλων των αριστερών από το 1933 κι έπειτα είναι ότι θέλησαν να είναι αντιφασίστες χωρίς να εναντιώνονται στον ολοκληρωτισμό».
Η «λέσχη βιβλίου» της CIA και οι αντιφρονούντες
Το 1946 η «Φάρμα των ζώων» κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ. Εως το 1949 είχε πουλήσει 460.000 αντίτυπα. Και μαζί με το «1984» τα δύο οργουελιανά έργα για χρόνια συμπεριλαμβάνονταν στη λίστα βιβλίων που οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες χρησιμοποίησαν ως δούρειο ίππο για να επικοινωνούν με τους αντιφρονούντες του σοβιετικού καθεστώτος στην Πολωνία και αργότερα στην Ανατολική Γερμανία. Το πρόγραμμα με κωδικό QRHELPFUL είναι η ιστορία την οποία περιγράφει στο βιβλίο του ο Τσάρλι Ινγκλις με τίτλο “CIA Book Club: The Best Kept Secret of the Cold War” (εκδ. William Collins). Σύμφωνα με τον συγγραφέα του “CIA Book Club” επρόκειτο για ένα σχέδιο της CIA να περνάει λαθραία ανατρεπτικά βιβλία μέσα από το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Στόχος της υπηρεσίας ήταν να περιορίσει την ιδεολογική απομόνωση του Ανατολικού Μπλοκ. Και τα βιβλία του Οργουελ, όπως και το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, ήταν από τα πιο δημοφιλή μεταξύ των αντιφρονούντων.
Κατά το “LA Review of Books”, η CIA χρηματοδότησε τις προσπάθειες να φτάσουν βιβλία και περιοδικά στα χέρια των αναγνωστών στην Ανατολική Ευρώπη, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν πάνω από το Τείχος του Βερολίνου πέρασε με αερόστατο αντίτυπα της «Φάρμας των ζώων».
Εμπνευστής του σχεδίου ήταν ο Τζορτζ Μίντεν. Ο Μίντεν πίστευε ότι για τα φυλακισμένα μυαλά της σοβιετικής επικράτειας η ελεύθερη ανάγνωση καλής λογοτεχνίας ήταν εξίσου σημαντική με οποιαδήποτε άλλη μορφή ελευθερίας. Κατά το μεγαλύτερο διάστημα της δεκαετίας του 1980, η CIA διοικούνταν από τον Μπιλ Κέισι, ο οποίος διορίστηκε από τον Ρόναλντ Ρέιγκαν το 1981. Το Book Club ήταν μια από τις πιο λογικές προσπάθειες του Κέισι και ο Μίντεν ήταν υπό τις διαταγές του όταν μπόρεσε να διοχετεύσει βιβλία, φωτοτυπικά μηχανήματα, ακόμη και τυπογραφικές πρέσες στις χώρες με σοβιετικού τύπου καθεστώτα. Το πρόγραμμα αυτό βοήθησε τους ανθρώπους εκεί να κρατήσουν επαφή με το είδος ακριβώς της δυτικής κουλτούρας που οι αρχιερείς του μαρξισμού-λενινισμού ήθελαν να αποκλείσουν.
Ο Τσάρλι Ινγκλις στο βιβλίο του τεκμηριώνει ιστορίες λαθρεμπορίου, ίντριγκας και επιβίωσης, υπενθυμίζοντας τα εξαιρετικά γεγονότα του αγώνα της Πολωνίας για ελευθερία, την καθοριστική δράση του κινήματος Αλληλεγγύη το οποίο ξεκίνησε στο Γκντανσκ με δεσπόζουσα φυσιογνωμία τον συνδικαλιστή των εργαζομένων στα ναυπηγεία Λεχ Βαλέσα. Οπως αρμόζει σε ένα τόσο εγγράμματο έθνος, τονίζει ο Ινγκλις, τα βιβλία του QRHELPFUL έπαιξαν τον ρόλο τους σε αυτό και ο αξιωματούχος της CIA Τζορτζ Μίντεν πέτυχε το αποτέλεσμα που ήθελε.
Παρ’ όλ’ αυτά, σημειώνει το “LA Review of Books”, τα δάχτυλα ενός λογοκριτή αφήνουν πάντα σημάδια, ανεξάρτητα από την πρόθεση. «Κανείς δεν μπορεί να έχει αντίρρηση για τον Καμί ή τον Οργουελ, και τα βιβλία που δόθηκαν στα χέρια των καταπιεσμένων Πολωνών επιτέλεσαν τον καλό σκοπό τους. Αξίζει όμως να αναρωτηθούμε αν ο οργανισμός θα βοηθούσε τους Πολωνούς να αποκτήσουν πρόσβαση σε έργα αριστερών όπως των Εντουαρντ Σαΐντ, Ερικ Χόμπσμπομ, Χάουαρντ Ζιν που κάνουν μία άλλη κριτική. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτοί οι αριστεροί διανοούμενοι είναι καλύτερο ανάγνωσμα από τους συγγραφείς που πέρασαν λαθραία στην Πολωνία. Το θέμα είναι ότι το να επιλέγει κάποιος τι μπορούν να διαβάσουν οι άλλοι δημιουργεί έναν ηθικό κίνδυνο.
«Ο σκοπός του προγράμματος βιβλίων της CIA ήταν να νικήσει έναν εχθρό, όχι να απελευθερώσει τα μυαλά ενός καταπιεσμένου λαού – η απελευθέρωση ήταν μέσο και όχι σκοπός. Η παροχή πρόσβασης μόνο σε ορισμένες ιδέες, ή μόνο στο σωστό είδος ιδεών, ήταν ένας τρόπος να νικηθεί ο εχθρός χρησιμοποιώντας τα δικά του εργαλεία». Επισημαίνει στην κριτική του για το “CIA Book Club” και αναφέρεται στο παράδοξο αυτής της επιχείρησης της CIA. «Ο ρόλος των ΗΠΑ στο να βοηθήσουν τους Πολωνούς να έχουν πρόσβαση στη λογοτεχνία κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου εγείρει ένα ερώτημα για την εποχή μας: αν η κυβέρνηση Τραμπ έκανε το επόμενο βήμα και άρχιζε να απαγορεύει εντελώς τα βιβλία, έχουμε συμμάχους που θα μας βοηθούσαν με παρόμοιο τρόπο; Θα χρειαζόμασταν φίλους τους οποίους δεν έχουμε αποξενώσει με ακρωτηριασμένους δασμούς, πολιτιστικό ιμπεριαλισμό και αχρείαστες προσβολές. Οι παλιοί σύμμαχοι – Γαλλία, Βρετανία, Ιρλανδία – με τους οποίους πολεμήσαμε μαζί θα πρέπει να συνεισφέρουν. Οι Γάλλοι θα μπορούσαν να στείλουν τον Alexis de Tocqueville, οι Βρετανοί τον Τζον Λοκ. Η Ιρλανδία θα μπορούσε να στείλει τον Τζέιμς Τζόις – επικίνδυνα λάγνο για τη σημερινή πουριτανική ατμόσφαιρα. Ενα τέτοιο σενάριο μπορεί να μοιάζει με μια απίθανη δυστοπία, βγαλμένη από τις σελίδες της Μάργκαρετ Ατγουντ. Από την άλλη, αυτό συμβαίνει στην «Ιστορία της θεραπαινίδας» της.







