Το καλοκαίρι του 2019, στις διακοπές της, η καγκελάριος (τότε) Μέρκελ είχε φωτογραφιστεί να διαβάζει ανέμελη στο μπαλκόνι της. Η επιλογή του βιβλίου, όμως, είχε θεωρηθεί πως έδινε ένα πολιτικό μήνυμα. Διάβαζε τον «Τύραννο» του Στίβεν Γκρίνμπλατ.
Ο Γκρίνμπλατ, καθηγητής στο Χάρβαρντ και διακεκριμένος μελετητής του έργου του Σαίξπηρ, είχε γράψει το βιβλίο με αφορμή τη, φρέσκια τότε, άνοδο του Τραμπ στην εξουσία. Κατέφευγε στον Σαίξπηρ για να φωτίσει τους μηχανισμούς που οδηγούν στην ήττα των πολιτικών θεσμών και την άνοδο των αυταρχικών ηγετών. Ακριβώς όπως και ο Σαίξπηρ κατέφευγε σε ιστορικές μορφές – τον Ριχάρδο Γ’ και τον Μάκβεθ, τον Ιούλιο Καίσαρα, τον βασιλιά Ληρ και τον Κοριολανό – για να σχολιάσει, με την ασφάλεια της αλληγορίας, τον σύγχρονό του κόσμο, τον κόσμο της ελισαβετιανής Αγγλίας. Πώς προκύπτει ένας τύραννος; Από τι ψυχικό υλικό είναι πλασμένος; Και, προπάντων, πώς εξασφαλίζει συνενόχους στην άνοδό του; Πώς μια κοινωνία τον ανέχεται, τον αποδέχεται, του παραδίδεται;
Ο τύραννος, λέει ο Γκρίνμπλατ, μας συναρπάζει. Είναι διασκεδαστικός, είναι αηδιαστικός, η άνοδός του έχει συχνά κάτι από κωμωδία, έχει και κάτι από τραγωδία, αλλά και στις δύο περιπτώσεις ασκεί μια παράξενη γοητεία. Γινόμαστε συνένοχοι στην εξουσία του, ακόμη κι αν απλώς είμαστε θεατές της.
Είναι ο Τραμπ ένας τύραννος – με τον τρόπο που οι αρχαίοι όριζαν τη λέξη; Εξελίσσεται σε τυραννικό το δημοκρατικό καθεστώς της Ουάσιγκτον; Οταν το βιβλίο κυκλοφόρησε, το 2018, ο ισχυρισμός θα φαινόταν υπερβολικός. Μα τώρα που διανύουμε τη δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Α’, το ερώτημα ίσως να μην ακούγεται πια τόσο εξωφρενικό. Ο πρόεδρος ασκεί την εξουσία του ως μια καθημερινή παράσταση σε κοινή θέα, αντικαθιστά την επικεφαλής της στατιστικής Αρχής όταν οι αριθμοί της δεν του αρέσουν, θέτει την πρωτεύουσα υπό στρατιωτικό έλεγχο επειδή οι νόμιμες Αρχές της δεν είναι του γούστου του, παραγγέλνει διώξεις εναντίον ακόμη και αποστρατευμένων πια πολιτικών αντιπάλων του, αναθέτει υψηλά καθήκοντα σε μηδενικών προσόντων αλλά απέραντης αφοσίωσης συνεργάτες και παραμερίζει, το ένα μετά το άλλο, τα θεσμικά αντίβαρα που θέτουν όρια στην εξουσία του. Ολα αυτά δεν τον κάνουν, βέβαια, σαιξπηρικό ήρωα. Μα δεν θυμίζουν και δημοκρατικά εκλεγμένο ηγέτη δυτικής χώρας.
Κι έπειτα ο πρόεδρος, με αυτή τη σκευή, σαλπάρει στους ωκεανούς της διεθνούς πολιτικής με τη φιλοδοξία να θέσει γρήγορα τέλος σε όλες τις θερμές κρίσεις του πλανήτη. Να υποκαταστήσει τη δυσνόητη γλώσσα της διπλωματίας με την απλή γλώσσα των μπίζνες. Την κρισιμότερη και δυσκολότερη αποστολή – τη διαπραγμάτευση με τη Μόσχα για τον πόλεμο στην Ουκρανία – την αναθέτει σε έναν δισεκατομμυριούχο φίλο του με μεγάλη εμπειρία στο real estate, μα μηδενική εμπειρία στην πολιτική και ακόμη μικρότερη στη διπλωματία. Και με αυτόν στο πλευρό του οργανώνει μια διαπραγμάτευση ειρήνευσης με όρους κτηματομεσιτικής συναλλαγής. Στέλνει ένα τελεσίγραφο στον ρώσο πρόεδρο απειλώντας τον με φοβερές συνέπειες αν δεν συμφωνήσει σε μια εκεχειρία. Κι όταν το τελεσίγραφο λήγει, αντί συνεπειών, στρώνει κόκκινο χαλί για να τον υποδεχθεί, να τον επανεντάξει ως παράκλητο σε ένα σύστημα διεθνών σχέσεων από το οποίο είχε αποβληθεί ως παρίας, και να συμφωνήσει μαζί του πως μια εκεχειρία δεν είναι της παρούσης.
Ο υπόλοιπος κόσμος, και ειδικά οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, οι Ουκρανοί και οι Ευρωπαίοι, προσπαθούν να μαντέψουν ποια λογική κρύβεται πίσω από το παράλογο. Αν υπάρχει πολιτικό σχέδιο, στρατηγική ή απλώς μια αλυσίδα αυτοσχεδιασμών. Πού τελειώνει η πολιτική και πού αρχίζει το προσωπικό κίνητρο ή καπρίτσιο ενός ηγεμόνα που έχει, προς το παρόν, το προνόμιο να μη λογοδοτεί σε κανενός είδους πολιτικό θεσμό. Και αν κάτι καταλαβαίνουν καλά – και το δείχνουν – είναι πως με αυτό το μοντέλο πολιτικής ηγεσίας δεν υπάρχει άλλος τρόπος συνεννόησης πέρα από την κολακεία. Τον καλοπιάνουν, του τάζουν τιμές και Νομπέλ Ειρήνης και ελπίζουν έτσι να τον φέρουν στα νερά τους, να τον συνετίσουν ή, έστω, να τον συγκρατήσουν. Θα το δοκιμάσουν και σήμερα που σπεύδουν στην Ουάσιγκτον να μαζέψουν τα σπασμένα της Αλάσκας.
Κανείς δεν θα διακινδύνευε κάποια πρόβλεψη για την εξέλιξη των πραγμάτων. Μα όλοι έχουν την υποψία πως κάτι αμετάστρεπτο έχει ήδη συντελεστεί.







