Ο δεύτερος όροφος της οδού Lepsius 10, κρυμμένος στην παλιά ελληνική συνοικία της Αλεξάνδρειας, πάνω από έναν οίκο ανοχής, υπήρξε για τρεις δεκαετίες το λογοτεχνικό κέντρο της πόλης. Μπαίνοντας στο διαμέρισμα, οι επισκέπτες χρειάζονταν λίγο χρόνο για να συνηθίσουν το ημίφως καθώς δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, μόνο το φως των κεριών. Ο οικοδεσπότης ήταν ένας ηλικιωμένος άνδρας με «αινιγματικά μάτια» κάτω από στρογγυλά γυαλιά – ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης.

Πώς θα μπορούσε κάποιος να διακρίνει και να σκιαγραφήσει στο ημίφως την προσωπικότητα του οικοδεσπότη; Σε αυτό το ερώτημα επιδιώκουν να απαντήσουν ο αναπληρωτής καθηγητής Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Σάφολκ της Βοστώνης και ειδικός στην ποίηση του Κ.Π. Καβάφη, Πίτερ Τζέφρις, και ο διακεκριμένος καθηγητής Ανθρωπιστικών Σπουδών και διευθυντής του Προγράμματος Σύγχρονων Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο, με ειδίκευση στη Νεοελληνική Λογοτεχνία, Γκρέγκορι Γιουσντάνις, στην πρώτη βιογραφία του ποιητή που κυκλοφορεί στα αγγλικά εδώ και μισό αιώνα υπό τον τίτλο «Αλεξανδρινή Σφίγγα: η κρυφή ζωή του Κωνσταντίνου Καβάφη» (εκδ. Summit). Σημειώνουν την προσοχή με την οποία ο ποιητής αρχειοθετούσε τα πάντα – από την κάρτα εισόδου του στο Χρηματιστήριο της Αλεξάνδρειας μέχρι θεατρικά εισιτήρια, προσχέδια επιστολών και λίστες με εκκρεμότητες – μαζί με εκδοχές των ποιημάτων του. Αυτή η τάξη, γράφουν, δείχνει ότι «περίμενε κάποιος να γράψει τη βιογραφία του».

Αλυτο αίνιγμα

Αναπλάθουν τον κόσμο και εξετάζουν τη θέση του μέσα σε αυτόν. Ο Καβάφης, που είχε θαυμαστές και υποστηρικτές όπως οι Ο. Χ. Οντεν, Ε. Μ. Φόρστερ, Ντέιβιντ Χόκνεϊ και Τζάκι Κένεντι Ωνάση, παραμένει ένα άλυτο αίνιγμα για τους μετά θάνατον (1933) ερευνητές της ζωής και του έργου του. Παραδόξως για έναν ποιητή που δεν πούλησε ποτέ βιβλίο όσο ζούσε – κυκλοφορώντας αντ’ αυτού φυλλάδια, μπροσούρες και ραμμένα στο χέρι τετράδια, χτίζοντας τη φήμη του ποίημα προς ποίημα –, σήμερα διαθέτει «ένα παγκόσμιο κοινό που ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί», χάρη σε ποιήματα όπως «Η πόλις», «Περιμένοντας τους βαρβάρους» και «Ιθάκη», το οποίο η Τζάκι Κένεντι Ωνάση ζήτησε να απαγγελθεί στην κηδεία της.

Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια το 1863, έχασε τον πατέρα του σε ηλικία επτά ετών. Η οικογένεια με επικεφαλής τη μητέρα του, Χαρίκλεια, μετακόμισε στην Αγγλία. Μια σύντομη επιστροφή στην Αλεξάνδρεια, που διακόπηκε από τον βρετανικό βομβαρδισμό της πόλης το 1882, ακολούθησαν τρία χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, όπου ίσως είχε τις πρώτες του σεξουαλικές εμπειρίες. Επέστρεψε οριστικά στην Αλεξάνδρεια το 1885 και δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα την επόμενη χρονιά. Για να ζήσει, εργάστηκε για τρεις δεκαετίες ως υπάλληλος στο γραφείο αρδευτικών υπηρεσιών, μια ανιαρή δουλειά για ένα οξυδερκές πνεύμα, που του άφηνε ωστόσο χρόνο και ενέργεια για τη ζωηρή φαντασία του.

Ο ίδιος είχε πει ότι αν δεν γινόταν ποιητής, θα γινόταν ιστορικός. Το διά βίου ενδιαφέρον του για τη βυζαντινή και ελληνιστική ιστορία διαπότισε μεγάλο μέρος του έργου του. Σε μικρά επεισόδια, ξεχασμένες μορφές, περιθωριακά θέματα και στο λιγότερο γνωστό, μη ηρωικό παρελθόν αναζητούσε την έμπνευσή του.

Απρόσιτος

Ωστόσο, παραμένει απρόσιτος, αποφεύγοντας να αποκαλύπτει στοιχεία γύρω από τη ζωή του, εν μέρει επειδή τα περισσότερα γράμματά του καταστράφηκαν, είτε από τον ίδιο είτε από φίλους και συγγενείς. Και καμία βιογραφία δεν θα μπορούσε να συλλάβει μια τόσο αινιγματική προσωπικότητα. Η ομοφυλοφιλία ήταν παράνομη την εποχή του και ο Καβάφης γνώριζε πολύ καλά τις συνέπειες που υπέστη ο σύγχρονός του Οσκαρ Ουάιλντ. «Η αναγνώριση της ομοφυλοφιλίας του στην ποίηση και η αυτολογοκρισία στην προσωπική του ζωή», υποστηρίζουν οι βιογράφοι του, «στην πραγματικότητα ενέπνευσαν και “συντήρησαν” την ποίησή του». Οι προκλήσεις για τους δύο συγγραφείς ήταν πολλές, μεταξύ των οποίων η «ασήμαντη» καθημερινότητά του και η σχεδόν πλήρης απουσία πληροφοριών για την ερωτική του ζωή (για την οποία τα ποιήματα αποτελούν την κύρια πηγή), με αποτέλεσμα οι Τζέφρις και Γιουσντάνις να υποπτεύονται ότι το αρχείο ίσως αλλοιώθηκε για να αφαιρεθεί επιλήψιμο υλικό, τόσο από τον ίδιο τον Καβάφη όσο και από τους κληρονόμους του, τον Αλέκο Σεγκόπουλο και τη Ρίκα Σεγκοπούλου.

Τα εμπόδια επέβαλαν μια ασυνήθιστη δομή, και οι βιογράφοι του νέου αυτού πονήματος ήρθαν αντιμέτωποι με τα προβλήματα κάθε βιογράφου του ποιητή καθώς μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησαν μόνο θραύσματα μιας κατακερματισμένης εικόνας, διότι οι άνθρωποι προσπαθούσαν να συμπληρώσουν τα κενά από μνήμης.

Δέσμες φωτός

Και ως συνέπεια αυτής της συνθήκης το νέο βιβλίο καταλήγει να είναι μια σειρά βιογραφικών δοκιμίων που ρίχνουν «δέσμες φωτός» στον νου του βιογραφούμενου και δεν αποτελούν μια τυπική χρονολογική αφήγηση.

Για να αντισταθμίσει το «κενό» του αρχείου και τη «βαθιά έλλειψη πληροφοριών», έγραψε ο Γιουσντάνις το 2018, «ένας βιογράφος του Καβάφη πρέπει να δουλεύει σαν μυθιστοριογράφος, εικάζοντας και αναπλάθοντας σκηνές, γεμίζοντας τα κενά». Το βιβλίο ναι μεν ξεκινά και τελειώνει με τον θάνατο του Καβάφη, στο ενδιάμεσο ωστόσο προσφέρει «κυκλική αφήγηση μέσα από θεματικές ενότητες» – ξεχωριστά κεφάλαια για την οικογένεια, τους φίλους, την πόλη, την ποίηση και τις επίμονες προσπάθειές του να καθιερωθεί λογοτεχνικά.

Παρά τη φτώχεια του υλικού, αποκαλύπτονται: οι «τεράστιες φιλοδοξίες» του, η μοναστική αφοσίωση στην τέχνη του και η άδεια από αγάπη ζωή του. Στο τέλος, «ο ιδιοτελής, εγωκεντρικός ποιητής της μέσης ηλικίας» φαίνεται να υπερισχύει του «θερμού, αγαπητού, στοργικού νεαρού», σημειώνεται σε κριτικές παρουσιάσεις της βιογραφίας που δημοσιεύονται στη βρετανική εφημερίδα “The Guardian” και στην αμερικανική “Wall Street Journal”.