Εκτός απ’ όλα τα άλλα, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει καταρρίψει και τους νόμους της Υδροδυναμικής. Η δημοτικότητά του σημειώνει αρνητικό ρεκόρ δεύτερης θητείας, αλλά η δημοτικότητα των Δημοκρατικών πέφτει ακόμη περισσότερο. Με όλα αυτά που συμβαίνουν, γράφει ο Εντουαρντ Λιους στους Financial Times, θα έπρεπε να έχουν απογειωθεί. Ομως μόνο το ένα τρίτο των Αμερικανών εγκρίνει την πολιτική τους. Κάτι ανάλογο, αν και όχι σε τέτοιο βαθμό, ισχύει και για άλλα κεντρώα και κεντροαριστερά κόμματα της Δύσης που βρίσκονται στην αντιπολίτευση.

Αντιθέτως, όταν τα φιλελεύθερα δημοκρατικά κόμματα βρίσκονται στην εξουσία, η Μηχανική των Ρευστών επιβεβαιώνεται πλήρως. Οι Εργατικοί του Κιρ Στάρμερ έχουν πέσει στο 25% ύστερα από έναν χρόνο στην εξουσία, αλλά από τη φθορά τους επωφελείται ο Φάρατζ, τον οποίο προτιμά πλέον ένας στους τρεις Βρετανούς. Τρεις μήνες αφού ανέλαβαν την εξουσία, τα δύο μεγάλα κόμματα της Γερμανίας βρίσκονται στην ίδια θέση με τους ακροδεξιούς του AfD. Παρά τον δικαστικό της αποκλεισμό από τις εκλογές, η Λεπέν βλέπει το κόμμα της να προηγείται άνετα στις δημοσκοπήσεις.

Ο αρθρογράφος των FT αποδίδει τα προβλήματα του δυτικού φιλελευθερισμού σε δύο παράγοντες. Πρώτον, δεν πείθει. Αντί να προτείνει στους ψηφοφόρους ένα ελκυστικό πρόγραμμα, αρκείται να καταγγέλλει τους αντιπάλους του. Ο Τραμπ μπορεί να είναι φασίστας, αλλά οι Δημοκρατικοί έπρεπε να αποδείξουν στους πολίτες ότι αυτοί θα υπηρετούσαν καλύτερα τα συμφέροντά τους. Η Λεπέν μπορεί να παραβίασε τους νόμους, αλλά αυτό δεν αρκεί για να προτιμήσουν οι ψηφοφόροι ένα κόμμα που συνεχώς τους προδίδει.

Ο δεύτερος παράγων είναι ότι οι φιλελεύθεροι δεν ανέχονται την αντίθετη άποψη. Και αυτό φάνηκε πανηγυρικά την περίοδο της πανδημίας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης χρειαζόταν επείγουσες αποφάσεις και αποφασιστικούς χειρισμούς. Δεν υπάρχει αμφιβολία, επίσης, ότι οι αντιεμβολιαστές λειτουργούσαν με βαθιά αντιεπιστημονικό, συνωμοσιολογικό και επικίνδυνο τρόπο. Οι παρατηρήσεις αυτές όμως δεν δικαιολογούν ούτε τις παλινωδίες στη στάση των αρμοδίων, που οφείλονταν στο γεγονός ότι καλούνταν να υποστηρίξουν μέτρα των οποίων η χρησιμότητα δεν είχε πάντοτε αποδειχθεί επιστημονικά, ούτε την προσπάθεια φίμωσης όποιας άποψης πήγαινε κόντρα στην κυρίαρχη.

«Ακολουθήστε την επιστήμη», έλεγαν οι φιλελεύθεροι (το ξέρω γιατί, στον ελάχιστο βαθμό που μου αναλογεί, το έλεγα κι εγώ). Ομως η επιστήμη δεν είναι θρησκεία, δεν στηρίζεται σε δόγματα, λειτουργεί με βάση τη «δοκιμή και λάθος», άρα έχει ανάγκη και την αμφισβήτησή της.

Την περασμένη άνοιξη κυκλοφόρησε στην Αμερική ένα βιβλίο στο οποίο δεν δόθηκε μεγάλη σημασία. Εχει τίτλο «Στον απόηχο της Covid: πώς μας απογοήτευσε το πολιτικό μας σύστημα» και το έγραψαν δύο καθηγητές του Πρίνστον, η Φράνσις Λι και ο Στίβεν Μασίντο. Οπως σημειώνουν, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας είχε δώσει στη δημοσιότητα αρκετούς μήνες πριν εκδηλωθεί η πανδημία λεπτομερή έκθεση για τις «μη φαρμακευτικές επεμβάσεις», τα μέτρα δηλαδή που πρέπει να ληφθούν για να κρατούν αποστάσεις οι άνθρωποι σε περίπτωση μιας μολυσματικής πανδημίας (μάσκες, κλείσιμο σχολείων και επιχειρήσεων, κοινωνική αποστασιοποίηση). Ανάμεσα στα μέτρα αυτά υπήρχαν και τέσσερα που επ’ ουδενί έπρεπε να ληφθούν στην περίπτωση ενός αναπνευστικού ιού: κλείσιμο συνόρων, καραντίνα για όσους προσβάλλονται, εξετάσεις και ιχνηλάτηση επαφών. Οι Αρχές τόσο στην Αμερική όσο και στον υπόλοιπο κόσμο έκαναν ακριβώς το αντίθετο.

Παρόλο που υπήρχαν από νωρίς ενδείξεις ότι τα παιδιά δεν κινδύνευαν από τον ιό, τα σχολεία έκλεισαν. Οποιος υποστήριζε ότι ο κορωνοϊός μπορεί να είχε διαφύγει από ένα εργαστήριο της Ουχάν έμπαινε στο περιθώριο. Η διαπίστωση, πριν κυκλοφορήσουν τα εμβόλια, ότι οι αμερικανικές πολιτείες που επέβαλαν αυστηρότερους περιορισμούς δεν είχαν μικρότερη θνησιμότητα από τις άλλες πέρασε στα ψιλά. Η Σουηδία δέχθηκε σφοδρή κριτική επειδή ακολούθησε έναν διαφορετικό δρόμο, που βασιζόταν στα εθελοντικά μέτρα ασφαλείας κι έδινε έμφαση στην προστασία των ηλικιωμένων – αλλά τελικά είχε τη μικρότερη πρόσθετη θνησιμότητα στην Ευρώπη.

Ισως είναι υπερβολικός ο ισχυρισμός ότι οι θυσίες που κάναμε στις ελευθερίες μας και στην καθημερινότητά μας ήταν μάταιες. Ομως η αναγνώριση ότι σε αυτή τη δύσκολη περιπέτεια διατυπώθηκαν ψέματα και έγιναν υπερβολές έπληξε την αξιοπιστία των φιλελευθέρων. Και ήταν βούτυρο στο ψωμί των λαϊκιστών.

Ντέμπορα Μπιρξ (1956 – )

Δεν τα πίστευε πάντα

«Δεν μπορούσα να ανεχθώ την ιδέα ότι το 10%, το 1% ή ακόμη και το 0,1% των Αμερικανών θα πέθαινε ενώ θα μπορούσε να έχει σωθεί», γράφει στην αυτοβιογραφία της η αμερικανίδα φυσικός και διπλωμάτις που διετέλεσε συντονίστρια της Ομάδας Κρούσης κατά του Κορωνοϊού. Η ανησυχία αυτή είναι θεμιτή, σχολιάζει η Φράνσις Λι σε μια συνέντευξή της στο Vox. Ομως άνθρωποι πέθαιναν κι επειδή διακοπτόταν η θεραπεία τους για τον καρκίνο προκειμένου να πέσει όλο το βάρος στην αντιμετώπιση της Covid. Η Μπιρξ παραδέχεται επίσης ότι έλεγε δημοσίως πράγματα που δεν πίστευε πάντα. Οταν βεβαίωνε, για παράδειγμα, ότι η καραντίνα δύο εβδομάδων θα επιβράδυνε την εξάπλωση του ιού, το έκανε όχι επειδή είχε στοιχεία για κάτι τέτοιο, αλλά για να πείσει τον Τραμπ να στηρίξει την προσπάθεια. Και μόλις αποφασιζόταν η καραντίνα, αναζητούσε τρόπους να την παρατείνει.