Στην τελευταία δημοσκόπηση της GPO το ποσοστό των θετικών απόψεων για το κυβερνητικό έργο καταγράφηκε στο 28,6%, τη στιγμή που το 26,3% θα ήθελε η σημερινή κυβέρνηση να συνεχίσει και μετά τις επόμενες εθνικές εκλογές ενώ το 25,3% επιθυμεί στη θέση του πρωθυπουργού να παραμείνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Η πρόθεση ψήφου αποτυπώθηκε για τη ΝΔ στο 23%, μειωμένη κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με την έρευνα του Ιουνίου ενώ η εκτίμηση ψήφου είναι στο 28,7%, όσο περίπου ήταν και το ποσοστό που έλαβε η κυβερνητική παράταξη στις ευρωεκλογές του 2024. Ολοι οι δείκτες δείχνουν υποχώρηση, χωρίς να είναι ορατή μία εντυπωσιακή άνοδος που θα θέσει τη ΝΔ ξανά σε τροχιά αυτοδυναμίας.
Τις απώλειες της ΝΔ προς το παρόν δεν τις εισπράττει κανείς από τους υπόλοιπους πολιτικούς σχηματισμούς με τη μοναδική δεξαμενή που αυξάνεται να είναι αυτή των αναποφάσιστων, γεγονός που είδαμε να συμβαίνει και σε άλλες κυβερνητικές κρίσεις, με τη συσπείρωση της ΝΔ να περιορίζεται αλλά τους ψηφοφόρους της να μην καταλήγουν σε κάποιο άλλο κόμμα αλλά να παραμένουν στην γκρίζα ζώνη τηρώντας στάση αναμονής και περιμένοντας την κυβέρνηση να προβεί σε διορθωτικές κινήσεις. Οταν συμβαίνουν αυτές οι μετακινήσεις στην εκλογική βάση της ΝΔ το μεγαλύτερο ποσοστό επιστρέφει στην αρχική του τοποθέτηση, κάθε φορά όμως ένα μικρό κομμάτι απογοητευμένων ψηφοφόρων χάνεται και δεν ξαναγυρίζει με αποτέλεσμα όλοι αυτοί στο τέλος να αθροίζουν ένα αξιοσέβαστο ποσοστό που αποστερεί από τη ΝΔ σημαντικές δυνάμεις τις οποίες θα χρειαστεί στην επόμενη εθνική κάλπη.
Οι κυβερνητικές αστοχίες της δεύτερης περιόδου είναι πλέον αρκετές, ενώ η πιθανότητα σχηματισμού ενός νέου κόμματος από τον Αντ. Σαμαρά ο οποίος θα τροφοδοτηθεί κυρίως από τη ΝΔ, περιορίζει ακόμη περισσότερο τις κυβερνητικές εκλογικές δεξαμενές. Η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός παίζουν ήδη το χαρτί της σταθερότητας προβαλλόμενοι ως η μοναδική λύση, οι εκλογές όμως δεν είναι δημοψήφισμα και στους πολίτες δεν αρέσει, όπως έχει δείξει και το πρόσφατο παρελθόν, να τίθενται διλήμματα με εκβιαστικό και απόλυτο τρόπο.
Η κυβέρνηση δεν μπορεί να στηριχθεί στο έλλειμμα εναλλακτικής πρότασης, όπως και η αντιπολίτευση δεν μπορεί να ελπίζει ότι η κυβερνητική αλλαγή θα έρθει μόνο μέσω της σκανδαλολογίας.
Από τον Σεπτέμβρη και οι δύο πλευρές θα πρέπει να αναδείξουν τη θετική τους ατζέντα, ενώ η ΝΔ θα πρέπει άμεσα να προχωρήσει στο ξεκαθάρισμα της υπόθεσης ΟΠΕΚΕΠΕ που λειτουργεί ως καταλύτης περαιτέρω πολιτικής αποδόμησης και ενίσχυσης της ήδη υπάρχουσας κρίσης εμπιστοσύνης στους θεσμούς και στο πολιτικό σύστημα. Αυτό ακριβώς το έλλειμμα αντιπροσώπευσης είναι που επηρεάζει και τα κόμματα της αντιπολίτευσης και δεν τους επιτρέπει να εισπράξουν την κυβερνητική φθορά. Τον τελικό λογαριασμό, ωστόσο, ή έστω το μεγαλύτερο μέρος του, θα κληθεί να τον πληρώσει η παρούσα κυβέρνηση που απ’ ό,τι φαίνεται προετοιμάζεται να απαντήσει με τη δοκιμασμένη πλην όμως σπανίως επιτυχημένη συνταγή της παροχολογίας, αρχής γενομένης από την επόμενη ΔΕΘ. Ραντεβού λοιπόν τον Σεπτέμβρη.
Ο Αντώνης Παπαργύρης είναι διευθυντής ερευνών της GPO







