Ο Νοτιοκορεάτης Μπιουνγκ Τσουλ Χαν (1959), καθηγητής Φιλοσοφίας στα Πανεπιστήμια της Βασιλείας (2000) και της Καρλσρούης (2010), δίδαξε Φιλοσοφία και Πολιτισμό στο Πανεπιστήμιο Τεχνών (Künste) του Βερολίνου (2012-2017). Συνεχιστής των μελετών και απόψεων των Βάλτερ Μπένγιαμιν, Μισέλ Φουκό, Τζόρτζιο Αγκάμπεν, Χάνα Αρεντ, έγινε γνωστός από μια σειρά ευσύνοπτων κατά κανόνα δοκιμίων, που καταγράφουν και σχολιάζουν τη σύγχρονη τεχνολογικοποιημένη πολιτικά και ηθικά οικουμενική κοινωνία ατομικών ψευδαισθήσεων, ψυχοπολιτικού εξαναγκασμού, εξάντλησης και αποκλεισμού σε ένα συνεχώς επιταχυνόμενο τεχνοοικονομικό περιβάλλον, του οποίου ο άνθρωπος είναι ο αυτοεκμεταλλευόμενος αιμοδότης και εργοδότης.
Στις 7 Μαΐου 2025, ο Χαν βραβεύτηκε στο Οβιέδο (Ισπανία) από τη Fundación Princesa de Asturias στον τομέα «Επικοινωνία και Ανθρωπιστικές Σπουδές» για το σύνολο του ως τώρα έργου του με αιτιολογικό την «εξαιρετική ικανότητα επικοινωνίας νέων ιδεών με ακρίβεια και ευθύτητα, αντλώντας από τις φιλοσοφικές παραδόσεις Ανατολής και Δύσης. Οι αναλύσεις του φωτίζουν θέματα σχετικά με την απανθρωποποίηση, την ψηφιοποίηση και την ατομική και συλλογική απομόνωση και κατάρρευση. Η διαπολιτιστική του προσέγγιση φωτίζει τα πολυδιάστατα φαινόμενα του σύγχρονου κόσμου με απόηχο σε ακροατήρια διάφορων γενεών».
Η κρίση της αφήγησης είναι το πλέον πρόσφατο δοκίμιό του (κυκλοφόρησε στο Βερολίνο το 2023) και πραγματεύεται την ταχύτατη αποδυνάμωση της αφήγησης – της συνομιλίας και περαίωσης ιδεών και πράξεων εντός ενός συνεκτικού κοινωνικού συνόλου – η οποία μεταφέρει εμπειρίες ως παρακαταθήκη συνεχούς χρονικής ροής και γνώσης σε ομάδες και θεσμούς. Σε αυτή την εγγράμματη ή προφορική διαδικασία δεν εισχωρεί η έννοια της επικοινωνίας ως μετάδοσης πληροφοριών, αλλά ως «ανοικτότητα» (openness) του ατόμου στη γνώση του δεδομένου και συνεπούς ανθρώπινου κόσμου της εποχής του. Παραμένει εφικτή δηλαδή η προσέγγιση του «εμείς» στο οποίο εντάσσεται το κατά περίπτωση «εγώ».
Η πανταχού παρούσα σήμερα ψηφιακή και εντέλει οικουμενική μετάβαση στην αφηγηματική εφαρμογή storytelling είναι μια επιβολή προκαθορισμένου, συγκεκριμένου και μετρήσιμου ως προς την αποτελεσματικότητά του περιβάλλοντος, όπου ο καταιγισμός της πληροφορίας αποκτάει αντικειμενικότητα, συνεχώς αυτοτροφοδοτούμενη, σωρευτική και στιγμιαία. Το γεγονός αυτό δεν περιορίζει τον βίο της, αλλά τον επεκτείνει εσαεί, επειδή αποθηκεύεται και ανασύρεται δίχως ουσιώδη περιορισμό, δεν αναλώνεται, αλλά καταναλώνεται ως μήνυμα και ως εντολή αποδοχής, ακόμα και όταν έχει έμμεσους αποδέκτες. Ως αποτέλεσμα, η αφηγηματική εφαρμογή παίρνει τη μορφή υπηρεσίας στην αναπτυγμένη οικονομία υπηρεσιών, όπου η διάθεσή της δωρεάν ή αντί τιμήματος είναι στην ουσία αδιατάρακτη δέσμευση και δουλεία.
Ο Χαν οριοθετεί το πολυδιάστατο του storytelling, παρατηρώντας πως στην καταναλωτική κοινωνία του φιλελεύθερου καπιταλισμού «stories tell, stories sell». Η υποκειμενικότητα της εξιστόρησης, δηλαδή, έχει ανταλλακτική αξία στην αυτοτροφοδοτούμενη υπερπροσφορά επικοινωνιακού νοήματος. Εχουμε έτσι στη διάθεσή μας ένα πλέγμα δεδομένων, το οποίο εξατομικεύεται, αποκτά τη δυναμική ταχείας μόδας (quick fashion), δημιουργεί δαπάνες ικανοποίησης μονίμως ανακυκλώσιμες. Είναι λοιπόν μια επικοινωνία υπόσχεσης που διαχέεται σε παγκόσμια κλίμακα στο όνομα ίσων ευκαιριών και συναντίληψης, οι οποίες πάντως λειτουργούν ως εκφράσεις ανισότητας και αποπροσανατολισμού. Επικοινωνία ταυτόχρονα που αναζητείται καθ’ υποχρέωση ως αυτογνωσία και αυτοδικαίωση, αυτοβοήθεια και συνταγογράφηση. Προφανές ότι βρισκόμαστε εντός ενός «εμείς», που δεν είναι άλλο από την ανάδυση ενός ομογενοποιημένου «εγώ», το οποίο μαλάζεται ασταμάτητα μέχρις εξουθένωσης (burnout), προκειμένου να επιδεικνύει τις επιδόσεις του, μετρούμενες και αξιολογούμενες στατιστικά, ώστε να προσεγγίζεται η ατομική αξία, υποστηριζόμενη από storytelling, από μια γραπτή προφορικότητα υποστήριξης δεικτών επιτυχίας και τραβηγμένης από τα μαλλιά ευτυχίας.
Σε αυτό το σημείο προβάλει η υποχώρηση της εγγραμματοσύνης, νοούμενης ως ταυτότητας συνεκτικού λόγου, προς όφελος μιας λεξιπενίας απαραίτητης για τη μέγιστη και άκοπη αυταπάτη συνομιλίας με τον «Αλλο», που γίνεται αξιολογικά αποδεκτός ως «άλλος», παρόλο που είναι αόρατος, άγνωστος και αμφίβολο αν η εμφάνισή του με τις ίδιες λέξεις, σχετίζεται με τις έννοιες των λέξεων του συνομιλητή ή και των συνομιλητών του. Η εποχή μας, η λεγόμενη «ύστερη νεωτερικότητα», κάνοντας ασταμάτητα κατάχρηση και λόγο για το «νέο», για «νέα εκκίνηση», για «νέο όραμα», βολεύεται σταθερά και απαρέγκλιτα στην ευκολία του like, το οποίο δεν απαιτεί καμία εν τοις πράγμασι αφηγηματικότητα, αλλά και καμία λέξη, ο χρόνος συμπυκνώνεται στο στενό ίχνος της επικαιρότητας, αποδιώχνοντας το χρονικό εύρος και το χρονικό βάθος. Με προσφορές κλίμακας «πακέτων» εμπειριών σε συμπυκνωμένο χρόνο και σε συμπυκνωμένο πλαίσιο, η ζωή σύρεται από το ένα παρόν στο επόμενο, από ένα πρόβλημα στο επόμενο, από κρίση σε κρίση. Η αφήγηση δεν προλαβαίνει, αν υποθέσουμε ότι αναγεννάται, να διανοίξει το μέλλον στο μέτρο που μας επιτρέπει να ελπίζουμε.
Στο μεταξύ, γνωρίζουν και οι πολιτικοί ότι stories sell. Στη μάχη για την προσέλκυση της προσοχής, η κομματική αφηγηματικότητα αποδεικνύεται πιο αποτελεσματική από τα επιχειρήματα, οπότε εργαλειοποιείται πολιτικά οδηγώντας σε κρίση την κυριαρχούσα δημοκρατικοφανή τάξη, επίγονο αθώων διαφωτισμών και εκκοσμικευμένων θρησκειών αποτυχημένων επαναστάσεων. Θέλοντας και μη, ο καταναγκασμός για επικαιρότητα αποσταθεροποιεί τη ζωή. Το παρελθόν δεν έχει επίδραση στο παρόν. Αυτό δηλώνει ότι ζούμε χωρίς Ιστορία, γιατί η αφήγηση ήταν μια «ιστορία». Η ζωή που σύρεται από ένα παρόν που προλαβαίνει το μέλλον, συμπυκνώνει τον χρόνο, καταλήγει στην αβεβαιότητα και στειρότητα της επιβίωσης.
Οι εκδόσεις Opera έχουν δημιουργήσει μια «βιβλιοθήκη Χαν» με την κυκλοφορία οκτώ δοκιμίων σε μετάφραση του Βασίλη Τσαλή, υπόδειγμα επαγγελματισμού και ακριβολογίας.
Byung-Chul Han
Η κρίση της αφήγησης
Μτφ. Βασίλης Τσαλής
Εκδ. Opera, 2025,
σελ. 128
Τιμή 13 ευρώ







